ΟΙ ΡΙΜΕΝΟΙ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ
ΤΣΕΝΕ ΜΙΝΤΙ ΝΟΪ ΧΙΜ ΡΙΜΕΝΝΙ ΝΟΥΧΙΜ ΒΟΥΑΧΟΙ ΝΟΥ ΧΙΜ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΔΙΣ ΝΟΥΧΙΜ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝ (όπως μου μετέφερε η μητέρα μου τα λόγια του παππού της)
Οι κάτοικοι της Παλαιομάνινας είναι απόγονοι ενός λατινόφωνου πληθυσμού που στην τρέχουσα γλώσσα ονομάζονται Βλάχοι (ονομασία που χρησιμοποίησαν πρώτη φορά οι Σλάβοι). Οι ίδιοι όμως κάτοικοι χρησιμοποιούν για τους εαυτούς τους την ονομασία "Ριμένοι" με χαρακτηριστική προφορά του "ρ" που θεωρείται σύμφωνα με έρευνα του Α. Κουκούδη ότι προσδιορίζει μια ιδιαίτερη ομάδα Βλάχων, τους Αρβανιτόβλαχους ή Αρβαντόβλαχους. Ειδικότερα για την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας η ονομασία που χρησιμοποιεί ο μη-λατινόφωνος πληθυσμός για μας είναι επίσης και "Καραγκούνηδες" ίσως εξαιτίας της ένδυσης (καρά-γκούν=μαύρο σιγκούνι). Οι καραγκούνηδες της Αιτωλοακαρνανίας δεν σχετίζονται με τους ελληνόφωνους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας (βλ και συγκριση γυναικείας ενδυμασίας).
Στη διεθνή επιστημονική βιβλιογραφία ο όρος είναι "Aromuns". Σύμφωνα με τον Α. Κουκούδη (1999) οι κάτοικοι της Παλαιομάνινας όπως και οι κάτοικοι των πέντε διπλανών χωριών (Στράτος, Όχθεια, Αγράμπελo, Γουριώτισσα, Στρογγυλοβούνι και Μάνινα Βλιζιανών) μετανάστευσαν στην περιοχή σταδιακά από το 1865 έως το 1870 ως πληθυσμοί Αρβανιτοβλάχων που κατοικούσαν στο Μπιτσικόπουλο (στη σημερινή συνοριακή γραμμή Ελλάδας - Αλβανίας). Γύρω στο 1860 το Ελληνικό Κράτος έβγαλε ένα νόμο (ΦΕΚ 12/2 Μαΐου 1858 και ΦΕΚ 14/9 Απριλίου 1959), με τον οποίο υποχρέωνε τους νομάδες που πηγαινοέρχονταν μεταξύ ελληνικού και τουρκικού κράτους ή να εγκατασταθούν μόνιμα δημιουργώντας χωριά ή να μην ξαναπεράσουν τα σύνορα. Οι νομάδες αυτοί αποφάσισαν να εγκατασταθούν οριστικά και μόνιμα πια στο Ξηρόμερο αφήνοντας για πάντα τον νομαδικό βίο και να ασχοληθούν και με την καλλιέργεια της γης. Ήδη όμως προϋπήρξε έγγραφο προς τον κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια με ημερομηνία 27 Σεπτεμβρίου 1829, όπου είχε δηλωθεί η επιθυμία "ποιμένων και γεωργών" οι οποίοι καταδυναστευόμενοι από τον τουρκικό ζυγό ζητούσαν άδεια για τη μόνιμη εγκατάστασή τους στη περιοχή Μάνινα Ξηρομέρου. Η μετανάστευση τελικά ξεκίνησε το 1840 μετά από ληστρικές επιθέσεις τουρκαλβανών. Ο πολύ παρατηρητικός περιηγητής του 19ου αιώνα Gustav Weigand, επισημαίνει ότι οι Ελληνόβλαχοι αυτοί είναι απόγονοι του μεσαιωνικού πληθυσμού, αφού η Ακαρνανία ήταν γνωστή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ως Μικρή Βλαχία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βλαχία, που ήταν η Θεσσαλία. Επίσης διερεύνηση θέλει και το γεγονός ότι οι κάτοικοι της Αγραμπέλου κατοίκησαν σε περιοχή στην οποία αναφέρεται προυπάρχων οικισμός τον 16ο περίπου αιώνα. Επιπλέον όπως επισημαίνει ο Δ. Στεργίου, κανένα από τα τοπωνύμια τουλάχιστον της Παλαιομάνινας δεν έχει τούρκικη, σλάβικη ή αλβανική ονομασία γεγονός που όμως αναιρείται από την ερευνητική τοπονυμική μελέτη του Β Αντωνίου(2012).
Στην Παλαιομάνινα τα περισσότερα τοπωνύμια είναι στη γλώσσα των Ριμένων που πήραν την ονομασία τους από ξωκλήσια, αρχαιολογικά μνημεία, ιδιοκτήτες των αντίστοιχων περιοχών, από ζώα (πρόβατα, βόδια, γαϊδούρια), κλέφτες και γεωγραφικό ανάγλυφο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η περιοχή αυτή της Ακαρνανίας κατοικούνταν και πριν από την εγκατάστασή των Ριμένων στα σημερινά χωριά τους αποκλειστικά και μόνο από τους ίδιους Έλληνες βλαχοποιμένες. Υπάρχει ένα μόνο τοπωνύμιο στη σλάβικη γλώσσα («λούτσα»), αλλά κι αυτή προ πολλού είχε και έχει ενταχθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο.Είναι χαρακτηριστικό ότι η ομάδα των "Ριμένων" της Ακαρνανίας απέφευγαν τις επιγαμίες ακόμα και με άλλους Βλάχους ή γείτονες ενώ σύμφωνα πάλι με τον Α. Κουκούδη διατήρησαν "μια βλάχικη διάλεκτο που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι πλησιέστερη σε παλαιότερους γλωσσολογικούς τύπους". Η ομάδα των λατινόγλωσσων Ελλήνων της Αιτωλοακαρνανίας αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας όχι μόνο για την ενεργή και γνωστή συμμετοχή τους στη νεότερη ελληνική ιστορία (ελληνική επανάσταση, Μικρά Ασία κλπ) αλλά και γιατί
1) τα λαογραφικά τους στοιχεία, παλαιά ενδυμασία, έθιμα και συνήθειες δείχνουν μια ελληνικότητα που ξεκινά από τους μυκηναϊκούς χρόνους (βλέπε λαογραφικά στοιχεία και εθιμικά σύμβολα)
2) η ύπαρξη πολλών ομηρικών και αρχαϊκών λέξεων και αρχαίων γλωσσολογικών τύπων με προφορά πιο κοντινή από ότι οι άλλες Αρωμανικές διάλεκτοι3) η πολύ κλειστή κοινωνία των λατινόφωνων Ελλήνων της Αιτωλοακαρνανίας και ο αυστηρά νομαδοκτηνοτροφικός τρόπος διαβίωσης που δεν επέτρεπε συχνή επικοινωνία με άλλους πληθυσμούς πχ μέσω εμπορίου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένα τμήμα της ταυτότητας αυτών των ανθρώπων αποτελεί ίσως " ένα ζωντανό απολίθωμα" μιας αρχαίας εποχής.Η μεγάλη διασπορά των Αρμάνων στη βαλκανική χερσόνησο δυσκολεύει αρκετά την εύρεση της εντόπισης της κοιτίδας των Αρμάνων. Φαίνεται όμως ότι οι Ριμένοι της Ακαρνανίας εξαιτίας του παραδοσιακού νομαδοκτηνοτροφικού τρόπου διαβίωσης, της σχέσης τους με τα ηπειρώτικα έθιμα και την ηπειρώτικη μουσική, της διατήρησης αρχαίων ελληνικών γλωσσολογικών τύπων, της σημερινής τους γεωγραφικής εντόπισης προέρχονται από τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου με περιόδους μετακίνησής τους στην Αλβανία (Αρβανιτόβλαχοι) και νότια Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Φαίνεται δηλαδή ότι μετά την επιδρομή των Σλάβων τον 6ο αιώνα αποτραβιούνται στα βουνά υιοθετούν το νομαδικό τρόπο ζωής των κτηνοτρόφων σκηνιτών, δεν αναμειγνύονται με άλλες ομάδες και ίσως αυτό να είναι και η αιτία που δεν αναπτύσσουν το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα και θεωρούνται σύμφωνα με τον Αραβαντινό από τους άλλους Αρμάνους και Έλληνες απρόσιτοι και άγριοι.
ΤΣΕΝΕ ΜΙΝΤΙ ΝΟΪ ΧΙΜ ΡΙΜΕΝΝΙ ΝΟΥΧΙΜ ΒΟΥΑΧΟΙ ΝΟΥ ΧΙΜ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΙΔΙΣ ΝΟΥΧΙΜ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝ (όπως μου μετέφερε η μητέρα μου τα λόγια του παππού της)
Οι κάτοικοι της Παλαιομάνινας είναι απόγονοι ενός λατινόφωνου πληθυσμού που στην τρέχουσα γλώσσα ονομάζονται Βλάχοι (ονομασία που χρησιμοποίησαν πρώτη φορά οι Σλάβοι). Οι ίδιοι όμως κάτοικοι χρησιμοποιούν για τους εαυτούς τους την ονομασία "Ριμένοι" με χαρακτηριστική προφορά του "ρ" που θεωρείται σύμφωνα με έρευνα του Α. Κουκούδη ότι προσδιορίζει μια ιδιαίτερη ομάδα Βλάχων, τους Αρβανιτόβλαχους ή Αρβαντόβλαχους. Ειδικότερα για την περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας η ονομασία που χρησιμοποιεί ο μη-λατινόφωνος πληθυσμός για μας είναι επίσης και "Καραγκούνηδες" ίσως εξαιτίας της ένδυσης (καρά-γκούν=μαύρο σιγκούνι). Οι καραγκούνηδες της Αιτωλοακαρνανίας δεν σχετίζονται με τους ελληνόφωνους Καραγκούνηδες της Θεσσαλίας (βλ και συγκριση γυναικείας ενδυμασίας).
Γυναικεία ενδυμασία Καραγκούνας |
Γυναικεία ενδυμασία Ριμένας |
Στην Παλαιομάνινα τα περισσότερα τοπωνύμια είναι στη γλώσσα των Ριμένων που πήραν την ονομασία τους από ξωκλήσια, αρχαιολογικά μνημεία, ιδιοκτήτες των αντίστοιχων περιοχών, από ζώα (πρόβατα, βόδια, γαϊδούρια), κλέφτες και γεωγραφικό ανάγλυφο. Όλα αυτά σημαίνουν ότι η περιοχή αυτή της Ακαρνανίας κατοικούνταν και πριν από την εγκατάστασή των Ριμένων στα σημερινά χωριά τους αποκλειστικά και μόνο από τους ίδιους Έλληνες βλαχοποιμένες. Υπάρχει ένα μόνο τοπωνύμιο στη σλάβικη γλώσσα («λούτσα»), αλλά κι αυτή προ πολλού είχε και έχει ενταχθεί στο ελληνικό λεξιλόγιο.Είναι χαρακτηριστικό ότι η ομάδα των "Ριμένων" της Ακαρνανίας απέφευγαν τις επιγαμίες ακόμα και με άλλους Βλάχους ή γείτονες ενώ σύμφωνα πάλι με τον Α. Κουκούδη διατήρησαν "μια βλάχικη διάλεκτο που σύμφωνα με κάποιες απόψεις είναι πλησιέστερη σε παλαιότερους γλωσσολογικούς τύπους". Η ομάδα των λατινόγλωσσων Ελλήνων της Αιτωλοακαρνανίας αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ελληνικής ιστορίας όχι μόνο για την ενεργή και γνωστή συμμετοχή τους στη νεότερη ελληνική ιστορία (ελληνική επανάσταση, Μικρά Ασία κλπ) αλλά και γιατί
1) τα λαογραφικά τους στοιχεία, παλαιά ενδυμασία, έθιμα και συνήθειες δείχνουν μια ελληνικότητα που ξεκινά από τους μυκηναϊκούς χρόνους (βλέπε λαογραφικά στοιχεία και εθιμικά σύμβολα)
2) η ύπαρξη πολλών ομηρικών και αρχαϊκών λέξεων και αρχαίων γλωσσολογικών τύπων με προφορά πιο κοντινή από ότι οι άλλες Αρωμανικές διάλεκτοι3) η πολύ κλειστή κοινωνία των λατινόφωνων Ελλήνων της Αιτωλοακαρνανίας και ο αυστηρά νομαδοκτηνοτροφικός τρόπος διαβίωσης που δεν επέτρεπε συχνή επικοινωνία με άλλους πληθυσμούς πχ μέσω εμπορίου, μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ένα τμήμα της ταυτότητας αυτών των ανθρώπων αποτελεί ίσως " ένα ζωντανό απολίθωμα" μιας αρχαίας εποχής.Η μεγάλη διασπορά των Αρμάνων στη βαλκανική χερσόνησο δυσκολεύει αρκετά την εύρεση της εντόπισης της κοιτίδας των Αρμάνων. Φαίνεται όμως ότι οι Ριμένοι της Ακαρνανίας εξαιτίας του παραδοσιακού νομαδοκτηνοτροφικού τρόπου διαβίωσης, της σχέσης τους με τα ηπειρώτικα έθιμα και την ηπειρώτικη μουσική, της διατήρησης αρχαίων ελληνικών γλωσσολογικών τύπων, της σημερινής τους γεωγραφικής εντόπισης προέρχονται από τη ραχοκοκαλιά της Πίνδου με περιόδους μετακίνησής τους στην Αλβανία (Αρβανιτόβλαχοι) και νότια Ήπειρο και τη Δυτική Μακεδονία. Φαίνεται δηλαδή ότι μετά την επιδρομή των Σλάβων τον 6ο αιώνα αποτραβιούνται στα βουνά υιοθετούν το νομαδικό τρόπο ζωής των κτηνοτρόφων σκηνιτών, δεν αναμειγνύονται με άλλες ομάδες και ίσως αυτό να είναι και η αιτία που δεν αναπτύσσουν το εμπόριο, τις τέχνες και τα γράμματα και θεωρούνται σύμφωνα με τον Αραβαντινό από τους άλλους Αρμάνους και Έλληνες απρόσιτοι και άγριοι.
ΤΑ ΧΩΡΙΑ ΡΙΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΑΔυστυχώς οι πληροφορίες από το διαδίκτυο για τα υπόλοιπα (εκτός της Παλαιομάνινας) χωριά Ριμένων της Ακαρνανίας είναι ελάχιστες (τόπος και παράδοση), για το λόγο αυτό οποιαδήποτε πληροφορία, σχόλιο ή φωτογραφία μπορεί να εμπλουτίσει αυτή τη σελίδα είναι ευπρόσδεκτη. Υπενθυμίζεται ότι στόχος του συγκκεριμένου blog είναι η ενημέρωση και η αξιοποίηση του τόπου και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, η οποία είναι ιδιαίτερη και πλούσια, διατηρήθηκε για αιώνες αλλά παραμένει ακόμα άγνωστη για πολλούς.
Η συνοχή και η αλληλεγγύη των έξι "ριμένικων" χωριών της Ακαρνανίας. υποστηρίζεται ιστορικά και βιβλιογραφικά. Το γεγονός αυτό ισχυροποιείται από τους ίδιους τους κατοίκους, που επέτρεπαν για πάνω από 150 χρόνια, πιο εύκολα γάμους μεταξύ ατόμων αυτών των 6 χωριών, παρά με άτομα άλλων γειτονικών χωριών. Η τάση αυτή δεν υπάρχει σήμερα και το άνοιγμα των χωριών για την ενσωμάτωση στο ευρύτερη κοινωνία του νομού έχει οδηγήσει στην εξαφάνιση μιας κουλτούρας και μιας παράδοσης που μπορεί να είναι παρωχημένη, αλλά δεν παύει να είναι σημαντική γιατί συνόδευσε και ανάθρεψε τις γενιές προγόνων μας για πάνω από 2000 χρόνια. Με έκπληξη διαπιστώνει κανείς όπως και στους άλλους αρωμανικούς πληθυσμούς σημαντικές ιστορικές αλήθειες (διατήρηση αρχαιοελληνικού λεξιλογίου), όμορφων εθίμων (ο γάμος των ριμένων έχει τα περισσότερα και με μεγάλη σημειολογία έθιμα), λαϊκή σοφία (παροιμίες, μύθοι, δοξασίες) και έναν κώδικα τιμής που είναι ξεχωριστός (η ιερότητα της φιλοξενίας, ο σεβασμός στους ηλικιωμένους, η παραμονή των γιων κοντά στην γονική εστία, η συμμετοχή όλου του χωριού στη χαρά του γάμου με τα κεράσματα και την "πουρίε" και επίσης η συμπαράσταση στο πένθος).
Τα Αρμανικά χωριά της Ακαρνανίας αποτελούνται από 6 χωριά (4 από αυτά παραποτάμια) τα οποία ιδρύθηκαν από νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τις περιοχές των χωριών κατά τους χειμερινούς μήνες για αιώνες. Ο Παλαιομανιώτης συγγραφέας και δημοσιογράφος Δημήτρης Στεργίου θεωρεί ότι οι Ριμένοι της Ακαρνανίας δεν βρέθηκαν τυχαία σε αυτό το χώρο αλλά τον προτιμούσαν για τα χειμαδιά τους οι νομαδοκτηνοτρόφοι προγονοί μας επειδή απλά ήταν ο τόπος τους. Την άποψή του ενισχύει ο περιηγητής Gustav Weigand, ο οποίος επισημαίνει ότι οι Ελληνόβλαχοι αυτοί είναι απόγονοι του μεσαιωνικού πληθυσμού, αφού η Ακαρνανία ήταν γνωστή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ως Μικρή Βλαχία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βλαχία, που ήταν η Θεσσαλία. Γύρω στο 1860 το Ελληνικό Κράτος έβγαλε ένα νόμο (ΦΕΚ 12/2 Μαΐου 1858 και ΦΕΚ 14/9 Απριλίου 1959), με τον οποίο υποχρέωνε τους νομάδες που πηγαινοέρχονταν μεταξύ Ελληνικού και Τουρκικού κράτους ή να εγκατασταθούν μόνιμα δημιουργώντας χωριά ή να μην ξαναπεράσουν τα σύνορα. Οι νομάδες αυτοί αποφάσισαν να εγκατασταθούν οριστικά και μόνιμα πια στο Ξηρόμερο αφήνοντας για πάντα τον νομαδικό βίο και να ασχοληθούν και με την καλλιέργεια της γης. Τα χωριά αυτά είναι: η Στράτος (Σοροβίγλι), Γουριώτισσα (Κατσαρού), Όχθια (Παγκέϊκα), Στρογγυλοβούνι (Γακέικα), Παλαιομάνινα (Κουτσομπίνα), Αγράμπελο (Νταγιάντα). Υπήρχε και ένα έβδομο χωριό το Νούσια ή Στουρνάρι που σήμερα δεν υπάρχει και βρίσκονταν απέναντι από το Αγράμπελο και οι κάτοικοι ενσωματώθηκαν στα διπλανά χωριά. Οι ονομασίες στις παρενθέσεις προέρχονται από τα ονομάτα των αρχιτσελιγκάδων που εγκαταστάθηκαν στα χωριά. Διασώζονται πολλά ονόματα των λατινόφωνων Ελλήνων (Αρωμάνων)του Ξηρομέρου που μετά τα συναντούμε στα ακαρνανικά λατινόφωνα χωριά, όπως Νούσιας Μήλας Χολέβας, Σπανός, Μπίκας, Μπίλης, Ζιώγας, Καραϊσκος, Καραμάνης Τάκος Λίλλης, Τσέλιος, Στεργίου, Σιδέρης, Φλώρος, Γκόντας, Τσώλης κ.α. Πολέμησαν σε μάχες υπό τους: Γ. Βαρνακιώτη, Καραϊσκάκη και Αν. Γριβογιώργο. Με το Μ. Κατσικογιάννη αρκετοί μπήκαν στο Μεσολόγγι και πολέμησαν μέχρι την Έξοδο. Ύστερα εντάχθηκαν στο σώμα του Καραϊσκάκη. Δεν αναφέρεται ο τόπος καταγωγής τους, γιατί ακόμα ζούσαν σε κονάκια σε διάφορες περιοχές ως σκηνίτες. (πηγή http://www.xiromero.gr/)
Ιδιαίτερη σημασία φαίνεται ότι έχει και η αρωμανική διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι Ριμένοι της Ακαρνανίας (ριμινέστι). Η γλώσσα λοιπόν των "Ριμένων" της Ακαρνανίας σύμφωνα με πολλούς μελετητές (Κακούδης, Αραβαντινός, Στεργίου) τόσο στους γλωσσολογικούς τύπους όσο και στην προφορά θεωρείται λιγότερο αλλοιωμένη από ότι οι άλλες και το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τα έθιμα .
Το Λαογραφικό Μουσείο στεγάζεται στο πρώην Δημοτικό Σχολείο του χωριού πίσω από την εκκλησία. Εμπνευστής του Μουσείου ο Γεώργιος Τσέλιος που έκανε πραγματικότητα με πολύ προσωπική δουλεία και εθελοντική βοήθεια από τους συγχωριανούς του την επιθυμία να κρατηθούν οι μνήμες ζωντανές σε ιερό χώρο, όπως αυτό του Σχολείου, που με τον τρόπο αυτό συνεχίζει το έργο για το οποίο κτίστηκε.
Από τη Λαογραφική έκθεση του Μουσείου της Αγραμπέλου, Παρουσιάζεται η χαρακτηριστική ενδυμασία της Ριμένας γυναίκας που φαίνεται να διατηρήθηκε ίδια ανα τους αιώνες χωρίς πολλά σημεία εκμοντερνισμού που ακολούθησν πολλές από τις άλλες ενδυμασίες των Αρωμάνων της Ελλάδας.Στο χωριό Στρογγυλοβούνι ανήκει και ο οικισμός Βλυζανίτικα Πηγάδια. Το ονομά του το οφείλει στο σχήμα του λόφου στο οποίο βρίσκεται και το οποίο διακρίνει κανείς εύκολα όταν πλησιάζει στο χωριό. Βρίσκεται μέσα στο βελανιδοδάσος Ξηρομέρου και ιδρύθηκε γύρω στο 1860-70 από λατινόφωνους νομαδοκτηνοτρόφους της Ηπείρου με επικεφαλής τον τσέλιγκα Γάκη Παπά. Επίσης ονομάζονταν και Καλέτζι. Το 1789 είχε 163 και ονομάζονταν Μάνινα Βλυζιανών ενώ το 1928 αναφερόταν ως Μάνινα Βλυζιανών-Στρογγυλοβούνι ή Καλέτζι και είχε 207 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 αναφέρονται 301 κάτοικοι.
Η συνοχή και η αλληλεγγύη των έξι "ριμένικων" χωριών της Ακαρνανίας. υποστηρίζεται ιστορικά και βιβλιογραφικά. Το γεγονός αυτό ισχυροποιείται από τους ίδιους τους κατοίκους, που επέτρεπαν για πάνω από 150 χρόνια, πιο εύκολα γάμους μεταξύ ατόμων αυτών των 6 χωριών, παρά με άτομα άλλων γειτονικών χωριών. Η τάση αυτή δεν υπάρχει σήμερα και το άνοιγμα των χωριών για την ενσωμάτωση στο ευρύτερη κοινωνία του νομού έχει οδηγήσει στην εξαφάνιση μιας κουλτούρας και μιας παράδοσης που μπορεί να είναι παρωχημένη, αλλά δεν παύει να είναι σημαντική γιατί συνόδευσε και ανάθρεψε τις γενιές προγόνων μας για πάνω από 2000 χρόνια. Με έκπληξη διαπιστώνει κανείς όπως και στους άλλους αρωμανικούς πληθυσμούς σημαντικές ιστορικές αλήθειες (διατήρηση αρχαιοελληνικού λεξιλογίου), όμορφων εθίμων (ο γάμος των ριμένων έχει τα περισσότερα και με μεγάλη σημειολογία έθιμα), λαϊκή σοφία (παροιμίες, μύθοι, δοξασίες) και έναν κώδικα τιμής που είναι ξεχωριστός (η ιερότητα της φιλοξενίας, ο σεβασμός στους ηλικιωμένους, η παραμονή των γιων κοντά στην γονική εστία, η συμμετοχή όλου του χωριού στη χαρά του γάμου με τα κεράσματα και την "πουρίε" και επίσης η συμπαράσταση στο πένθος).
Τα Αρμανικά χωριά της Ακαρνανίας αποτελούνται από 6 χωριά (4 από αυτά παραποτάμια) τα οποία ιδρύθηκαν από νομάδες κτηνοτρόφους οι οποίοι χρησιμοποιούσαν τις περιοχές των χωριών κατά τους χειμερινούς μήνες για αιώνες. Ο Παλαιομανιώτης συγγραφέας και δημοσιογράφος Δημήτρης Στεργίου θεωρεί ότι οι Ριμένοι της Ακαρνανίας δεν βρέθηκαν τυχαία σε αυτό το χώρο αλλά τον προτιμούσαν για τα χειμαδιά τους οι νομαδοκτηνοτρόφοι προγονοί μας επειδή απλά ήταν ο τόπος τους. Την άποψή του ενισχύει ο περιηγητής Gustav Weigand, ο οποίος επισημαίνει ότι οι Ελληνόβλαχοι αυτοί είναι απόγονοι του μεσαιωνικού πληθυσμού, αφού η Ακαρνανία ήταν γνωστή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους ως Μικρή Βλαχία, σε αντίθεση με τη Μεγάλη Βλαχία, που ήταν η Θεσσαλία. Γύρω στο 1860 το Ελληνικό Κράτος έβγαλε ένα νόμο (ΦΕΚ 12/2 Μαΐου 1858 και ΦΕΚ 14/9 Απριλίου 1959), με τον οποίο υποχρέωνε τους νομάδες που πηγαινοέρχονταν μεταξύ Ελληνικού και Τουρκικού κράτους ή να εγκατασταθούν μόνιμα δημιουργώντας χωριά ή να μην ξαναπεράσουν τα σύνορα. Οι νομάδες αυτοί αποφάσισαν να εγκατασταθούν οριστικά και μόνιμα πια στο Ξηρόμερο αφήνοντας για πάντα τον νομαδικό βίο και να ασχοληθούν και με την καλλιέργεια της γης. Τα χωριά αυτά είναι: η Στράτος (Σοροβίγλι), Γουριώτισσα (Κατσαρού), Όχθια (Παγκέϊκα), Στρογγυλοβούνι (Γακέικα), Παλαιομάνινα (Κουτσομπίνα), Αγράμπελο (Νταγιάντα). Υπήρχε και ένα έβδομο χωριό το Νούσια ή Στουρνάρι που σήμερα δεν υπάρχει και βρίσκονταν απέναντι από το Αγράμπελο και οι κάτοικοι ενσωματώθηκαν στα διπλανά χωριά. Οι ονομασίες στις παρενθέσεις προέρχονται από τα ονομάτα των αρχιτσελιγκάδων που εγκαταστάθηκαν στα χωριά. Διασώζονται πολλά ονόματα των λατινόφωνων Ελλήνων (Αρωμάνων)του Ξηρομέρου που μετά τα συναντούμε στα ακαρνανικά λατινόφωνα χωριά, όπως Νούσιας Μήλας Χολέβας, Σπανός, Μπίκας, Μπίλης, Ζιώγας, Καραϊσκος, Καραμάνης Τάκος Λίλλης, Τσέλιος, Στεργίου, Σιδέρης, Φλώρος, Γκόντας, Τσώλης κ.α. Πολέμησαν σε μάχες υπό τους: Γ. Βαρνακιώτη, Καραϊσκάκη και Αν. Γριβογιώργο. Με το Μ. Κατσικογιάννη αρκετοί μπήκαν στο Μεσολόγγι και πολέμησαν μέχρι την Έξοδο. Ύστερα εντάχθηκαν στο σώμα του Καραϊσκάκη. Δεν αναφέρεται ο τόπος καταγωγής τους, γιατί ακόμα ζούσαν σε κονάκια σε διάφορες περιοχές ως σκηνίτες. (πηγή http://www.xiromero.gr/)
Ιδιαίτερη σημασία φαίνεται ότι έχει και η αρωμανική διάλεκτος που χρησιμοποιούν οι Ριμένοι της Ακαρνανίας (ριμινέστι). Η γλώσσα λοιπόν των "Ριμένων" της Ακαρνανίας σύμφωνα με πολλούς μελετητές (Κακούδης, Αραβαντινός, Στεργίου) τόσο στους γλωσσολογικούς τύπους όσο και στην προφορά θεωρείται λιγότερο αλλοιωμένη από ότι οι άλλες και το ίδιο πρέπει να συμβαίνει και με τα έθιμα .
ΑΓΡΑΜΠΕΛΟ
Ο ιδρυτής του χωριού αρχιτσέλιγκας Δ. Νταγιάντας
(Λαογραφικό Μουσείο Αγραμπέλου)
Το Αγράμπελο βρίσκεται μέσα στο Βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου και αγναντεύει το κάμπο της Χρυσοβίτσας, τα Ακαρνανικά όρη και το Λεσίνι. Το όνομά του πιθανόν το πήρε από το άγριο αμπέλι που πιθανόν να υπήρχε αυτοφυές. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 220 μ. σε απόσταση 60 χιλιομ. από το Μεσολόγγι. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην περιοχή του Αγραμπέλου υπήρχε από πολύ παλιά οικισμός με αυτό το όνομα. Η πρώτη αναφορά γίνεται στους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας περίπου το 1521 με τελευταία κατοίκηση το 1684 (10 οικογένειες). Στα τέλη του 17ου αιώνα ή στις αρχές του 18ου αιώνα, για άγνωστους λόγους το χωριό εγκαταλείφθηκε. Την πρώτη αυτή εποίκιση του χωριού μαρτυρεί το παλαιό νεκροταφείο. Το σημερινό χωριό δημιουργήθηκε γύρω στο 1860 από λατινόφωνους νομάδες κτηνοτρόφους που εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα με επικεφαλής τον τσέλιγκα Νταγιάντα, το όνομα του οποίου έφερε αρχικά το χωριό. Ο κάμπος της Χρυσοβίτσας - Αγραμπέλου
Ο ιδρυτής του χωριού αρχιτσέλιγκας Δ. Νταγιάντας
(Λαογραφικό Μουσείο Αγραμπέλου)
Το Αγράμπελο βρίσκεται μέσα στο Βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου και αγναντεύει το κάμπο της Χρυσοβίτσας, τα Ακαρνανικά όρη και το Λεσίνι. Το όνομά του πιθανόν το πήρε από το άγριο αμπέλι που πιθανόν να υπήρχε αυτοφυές. Είναι χτισμένο σε υψόμετρο 220 μ. σε απόσταση 60 χιλιομ. από το Μεσολόγγι. Είναι αξιοσημείωτο ότι στην περιοχή του Αγραμπέλου υπήρχε από πολύ παλιά οικισμός με αυτό το όνομα. Η πρώτη αναφορά γίνεται στους πρώτους χρόνους της Τουρκοκρατίας περίπου το 1521 με τελευταία κατοίκηση το 1684 (10 οικογένειες). Στα τέλη του 17ου αιώνα ή στις αρχές του 18ου αιώνα, για άγνωστους λόγους το χωριό εγκαταλείφθηκε. Την πρώτη αυτή εποίκιση του χωριού μαρτυρεί το παλαιό νεκροταφείο. Το σημερινό χωριό δημιουργήθηκε γύρω στο 1860 από λατινόφωνους νομάδες κτηνοτρόφους που εγκαταστάθηκαν εκεί μόνιμα με επικεφαλής τον τσέλιγκα Νταγιάντα, το όνομα του οποίου έφερε αρχικά το χωριό. Ο κάμπος της Χρυσοβίτσας - Αγραμπέλου
Τα όμορφα πετρόχτιστα σπίτια βρίσκονται αμφιθεατρικά χτισμένα πάνω στο λόφο. Το κλειστό, δυστυχώς, από χρόνια σχολείο βρίσκεται πλάι στην όμορφη εκκλησία, των Αγίων Ταξιαρχών Μιχαήλ και Γαβριήλ. Η εκκλησία χτίστηκε το 1888 και πανηγυρίζει στις 8 Νοεμβρίου. Στο πάνω μέρος του χωριού δεσπόζει το πευκόφυτο δασύλλιο .
Το Λαογραφικό Μουσείο στεγάζεται στο πρώην Δημοτικό Σχολείο του χωριού πίσω από την εκκλησία. Εμπνευστής του Μουσείου ο Γεώργιος Τσέλιος που έκανε πραγματικότητα με πολύ προσωπική δουλεία και εθελοντική βοήθεια από τους συγχωριανούς του την επιθυμία να κρατηθούν οι μνήμες ζωντανές σε ιερό χώρο, όπως αυτό του Σχολείου, που με τον τρόπο αυτό συνεχίζει το έργο για το οποίο κτίστηκε.
Από τη Λαογραφική έκθεση του Μουσείου της Αγραμπέλου, Παρουσιάζεται η χαρακτηριστική ενδυμασία της Ριμένας γυναίκας που φαίνεται να διατηρήθηκε ίδια ανα τους αιώνες χωρίς πολλά σημεία εκμοντερνισμού που ακολούθησν πολλές από τις άλλες ενδυμασίες των Αρωμάνων της Ελλάδας.Στο χωριό Στρογγυλοβούνι ανήκει και ο οικισμός Βλυζανίτικα Πηγάδια. Το ονομά του το οφείλει στο σχήμα του λόφου στο οποίο βρίσκεται και το οποίο διακρίνει κανείς εύκολα όταν πλησιάζει στο χωριό. Βρίσκεται μέσα στο βελανιδοδάσος Ξηρομέρου και ιδρύθηκε γύρω στο 1860-70 από λατινόφωνους νομαδοκτηνοτρόφους της Ηπείρου με επικεφαλής τον τσέλιγκα Γάκη Παπά. Επίσης ονομάζονταν και Καλέτζι. Το 1789 είχε 163 και ονομάζονταν Μάνινα Βλυζιανών ενώ το 1928 αναφερόταν ως Μάνινα Βλυζιανών-Στρογγυλοβούνι ή Καλέτζι και είχε 207 κατοίκους. Στην απογραφή του 2001 αναφέρονται 301 κάτοικοι.
Στο χωριό ανήκει και ο οικισμός Βλυζιανίτικα Πηγάδια όπου μένουν αρκετοί Ηπειρώτες νομάδες από το Ματσούκι Ιωαννίνων και τα Τζουμέρκα καθώς και μερικοί Ευρυτάνες. Εκεί βρίσκεται και ο ναός του "Αγίου Νικολάου" δίπλα στον οποίο σώζονται ερείπεια από "κούλια" από αρχοντικό δηλαδή κάποιου Τούρκου τσιφλικά, επι Τουρκοκρατίας του οποίου το όνομα δεν διασώζεται αν και θα πρέπει να είναι σύγχρονος του Ισμαήλ Αγά από την "κούλια" της Παλαιομάνινας και του Γιακούπ Αγά της Πενταλόφου (τότε Ποδολοβίτσα). Εκεί στα Πηγάδια αναφέρεται ότι ο Καραϊσκάκης είχε συμπλοκ΄ή με Τούρκους με θετική έκβαση για τους Έλληνες.
Σήμερα το χωριό ανήκει στο Δήμο Αστακού ως Δημοτικό Διαμέρισμα. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.
ΝΟΥΣΙΑ Ή ΣΤΟΥΡΝΑΡΙ
Χωριό που δεν υπάρχει πια και αποτελούσε το 7ο χωριό των Ριμένων της Ακαρνανίας και το οποίο πήρε το ονομά του από τον αρχιτσέλιγκα Νούσια. Τα ονόματα των οικογενειών του οικισμού ήταν: Γιώκας, Γκουτσέλης, Ζίντρος, Κάμπος, Καπουράνης, Κόρτσας, Κωνσταντίνου, Μάρας, Μαρίνας, Νούσας, Πόπης Σουροβέλης και Τάσης. Η εγκατάλειψη του χωριού φαίνεται να οφειλόταν στο υγρό και θερμό κλίμα του τόπου και στις διενέξεις για τα κοπάδσια τους με κατοίκους της Χρυσοβίτσας (διπλανού χωριού). Κατά άλλους η εγκατάλειψη προήλθε από το φόβο των λίγων κατοίκων για τις συνεχείς επιδρομές ληστών που κρυβόταν στο βελανιδόδασος. Οι κάτοικοι προτίμησαν για την μεταεγκατάστασή τους κυρίως χωριά Ριμένων στην Ακαρνανία.
ΣΤΡΑΤΟΣ
Πηγή φωτογρ: www.epoxi.gr
Η Στράτος είναι χωριό της στο κέντρο περίπου της Αιτωλοακαρνανίας δεξιά από τον ποταμό Αχελώο, σε απόσταση περίπου 10 χλμ από την πόλη του Αγρινίου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Κατά την αρχαιότητα υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη ολόκληρης της Ακαρνανίας αφού έφτασε να γίνει πρωτεύουσά του. Σήμερα σώζεται μέρος των μεγαλόπρεπων τειχών της, και ερείπια του ναού του Στρατίου Διός και του Βουλευτηρίου. Σώζεται επίσης το αρχαίο θέατρο της πόλης, χωρητικότητας περίπου 6.000 ατόμων. Η Στράτος σήμερα είναι ένα χωριό με 1.078 κατοίκους (2001) με κύρια ασχολία των κατοίκων τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Δυστυχώς ο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος δεν έχει αναδειχτεί κατάλληλα έτσι ώστε να αποτελεί σημαντικό τόπο έλξης τουριστών. Δίπλα στο χωριό και στη θέση της γέφυρας του Αχελώου κατασκευάστηκε το υδροηλεκτρικό φράγμα του Στράτου μετην ομώνυμη τεχνητή λίμνη.
Τα πρώτα σπίτια του χωριού βρισκόταν σε αρχαιολογική περιοχή και για το λόγο αυτό ζητήθηκε (δεκαετία του 60) από τους ιδιοκτήτες τους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν σε άλλες θέσεις της περιοχής
Η Στράτος είναι χωριό της στο κέντρο περίπου της Αιτωλοακαρνανίας δεξιά από τον ποταμό Αχελώο, σε απόσταση περίπου 10 χλμ από την πόλη του Αγρινίου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Κατά την αρχαιότητα υπήρξε η σπουδαιότερη πόλη ολόκληρης της Ακαρνανίας αφού έφτασε να γίνει πρωτεύουσά του. Σήμερα σώζεται μέρος των μεγαλόπρεπων τειχών της, και ερείπια του ναού του Στρατίου Διός και του Βουλευτηρίου. Σώζεται επίσης το αρχαίο θέατρο της πόλης, χωρητικότητας περίπου 6.000 ατόμων. Η Στράτος σήμερα είναι ένα χωριό με 1.078 κατοίκους (2001) με κύρια ασχολία των κατοίκων τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Δυστυχώς ο σημαντικός αρχαιολογικός χώρος δεν έχει αναδειχτεί κατάλληλα έτσι ώστε να αποτελεί σημαντικό τόπο έλξης τουριστών. Δίπλα στο χωριό και στη θέση της γέφυρας του Αχελώου κατασκευάστηκε το υδροηλεκτρικό φράγμα του Στράτου μετην ομώνυμη τεχνητή λίμνη.
Τα πρώτα σπίτια του χωριού βρισκόταν σε αρχαιολογική περιοχή και για το λόγο αυτό ζητήθηκε (δεκαετία του 60) από τους ιδιοκτήτες τους να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να εγκατασταθούν σε άλλες θέσεις της περιοχής
O G Weigand γράφει το 1895 για την επίσκεψή του στο Σουροβέλι (ΟΙ ΑΡΩΜΟΥΝΟΙ ΤΟΜ Α΄, 2001, Αφοι Κυριακίδη)"
Το Σουροβέλι αριθμεί 90 οικογένειες και ανήκει στον τσέλιγκα Γιάγκα. Αυτός κατέχει τα σπίτια, τη γη και τα κοπάδια, με τα οποία με ένα μέρος των νεαρών ανεβαίνει τον καλοκαίρι στον Ασπροπόταμο χωρίς να περάσει τα τουρκικά σύνορα. Το άλλο μέρος μένει πίσω στα χωριά με τον τσέλιγκα για να καλλιεργεί τα μεγάλα χωράφια, κατά προτίμηση καλλιεργεί καπνό και μάλιστα λέγεται ότι ο καπνός που έρχεται από τα μέρη του Βραχωρίου είναι ο καλύτερος της Ελλάδας. Στο Σουροβέλι παράγονται ετησίως περίπου 15000 οκάδες, στην κοντινή Όχθου 6000 οκάδες. Το κέρδος αυτών των σημαντικών ποσών ανήκει στον τσέλιγκα και αυτός είναι ακόμα σε σύγκριση με τα δικά μας μέτρα, ένας πλούσιος άντρας, παρόλο που φαίνεται να περνάει φτωχική ζωή.
Κάποια από τα σπίτια είναι χαμηλά καλύβια, μερικά είναι χτισμένα από πέτρα και μόνο αυτό του τσέλιγκα είναι διώροφο. Δίπλα από αυτό βρίσκεται ακόμα ένα μακρύ μικρό και χαμηλό σπίτι με σανίδες στο πάτωμα , όπου βρήκαμε εμείς τόπο διανυκτέρευσης. Η επίπλωση είναι η πιο απλή που μπορεί να φανταστεί κανείς. Εκτός από το τραπέζι που κρέμεται στον τοίχο δεν υπάρχουν έπιπλα. Αλλά τουλάχιστον, όταν έρχονται επισκέπτες καλύπτεται το πάτωμα με όμορφα χαλιά που τα φτιάχνουν οι γυναίκες. Το χαρακτηριστικό των Αρουμωνικών χαλιών είναι ότι η μία πλευρά τους τελειώνει σε κρόσσια περίπου 8 εκατοστά που αποτελούν με τα διαφορετικά τους χρώματα το απλό, ίσιο και συνήθως τεράγωνιο σχέδιο. Στους τοίχους βρίσκονται ακόμα μερικά στενά και χοντρά μαξιλάρια που μαζί με τα χαλιά χρησιμοποιούνται σαν κρεβάτια. Το τζάκι που βρίσκεται στο δωμάτιο σχεδόν δεν χρησιμοποιείται. Μόνο σπάνια χρειάζεται να το ανάψουν, αφού το κλίμα είναι ήπιο και επειδή συνήθως μαγειρεύουν έξω από το σπίτι. Τα μοναδικά εργαλεία της κουζίνας είναι μια τρίγωνη πυροστιά, κάποιε κατσαρόλες, ένα τηγάνι μια σούβλα και μια σχάρα.
Για βραδινό φάγαμε ένα αρνί στη σούβλα και ύστερα από αυτό καθίσαμε σε μια αρκετά μεγάλη παρέα. Έπιασαν αρωμανικά τραγούδια, που τα περισσότερα τα ήξερα μερικά από τα άγνωστα τα σηνμείωσα. Ύστερα διέταξε ο τσέλιγκας να έρθουν δύο κορίτσια στην ηλικία των 12 και 14 χρονών, για να μας παρουσιάσουν τραγούδια που τα θυμούνται ακόμα από την προηγούμενη πατρίδα τους.
Το ένα κορίτσι ξεκίνησε με ένα υψηλό τόνο, το άλλο το ακολούθησε με ένα τόνο που ήταν μια ταλάντωση πιο χαμηλά, ύστερα σιγά σιγά κατέβαζαν τον τόνο μέχρι που φτάσαν στο διάστημα μιας τρίτης. Στο διάστημα αυτό συνέχισαν να τραγουδάνε μέχρι που το ένα κορίτσι κράτησε ξανά ένα υψηλό τόνο σε μια συλλαβή, ενώ το άλλο τραγούδησε το κείμενο σε πιο γρήγορο ρυθμό. Το τραγούδι έκλεισε με εναν κανονικό τόνο που τον χαμήλωσαν γρήγορα , όπως το κάνουμε όταν μιλάμε. Ολόκληρη η παρέα κράτησε σ΄όλο το τραγούδι ένα χαμηλότερο τόνο , ανεξάρτητα εάν ήταν σε αρμονία με τις φωνές των κοριτσιών. Ο τρόπος του τραγουδιού μου έκανε μεγάλη εντύπωση λυπήθηκα πολύ που είμαι μόνο ερασιτέχνης και δεν μπόρεσα να γράψω αυτό που άκουσα.
Οι άνθρωποι δεν γνωρίζουν συγκεκριμένα πράγματα για την παλιά τους πατρίδα, ξέρουν μόνο ότι έχουν έρθει από το Βορρά. Πάντως είχαν σχέσεις με αυτά τα μέρη , ήδη, πριν εγκατασθαούν μόνιμα στις σημερινές τους κατοικίες, και μάλλον περνούσαν τους χειμώνες εκεί με τα κοπάδια τους . Και στα δημοτικά τραγούδια που μάζεψα στην Αλβανία αναφέρεται η περιοχή του Ξηρόμερου, στην οποία ανήκουν αυτά τα χωριά. Η ενδυμασία των γυναικών είναι αρχαϊκή και μοιάζει με αυτήν των Φαρσεριωτών. Φοράνε και αυτές ένα φέσι (τσουπάρι) με την "τσιτσεροάνα", ένα άσπρο μαντήλι που τυλίγεται γύρω απ' αυτό, και το γαλάζιο σιγκούνι με τις άσπρες ρίγες. Η διαφορά είναι η λιγότερη τσίπα, ένα πανί που είναι πιο φαρδύ στους ώμους και που καλύπτει το πιο πάνω μέρος του μπράτσου. Γι' αυτό και οι Αρωμούνοι που ντύνονται έτσι στη Βόρεια Πίνδο λέγονται 'Τσίπανοι". Όμως, εδώ δεν άκουσα να χρησμοποιούν αυτό το όνομα μεταξύ τους. Αυτοί οι ίδιοι αυτοαποκααλούνται στη γλώσσα τους Αρμάνοι ενώ οι Έλληνες γύρω τους τους λένε Καραγκούνηδες. Όσο για την ενδυμασία και τα έθιμα τους οι Αρωμούνοι αυτής της περιοχής μοιάζουν περισσότερο από όλους με τους Φαρσεριώτες.
ΓΟΥΡΙΩΤΙΣΣΑ
Το χωριό Γουριώτισσα ή Κατσαρού βρίσκεται δυτικά του Αχελώου στο τέλος του κάμπου του Αγρινίου, κοντά στην λίμνη Οζερός σε
υψόμετρο 100 μ. Παλιότερα ονομάζονταν Γαλιτσά.
Πολύ κοντά στο χωριό βρίσκεται η λίμνη Οζερός ονομασία που έχει σλαβική προέλευση, καθώς "Οζέρο" είναι σλαβική λέξη που σημαίνει «λίμνη». Έχει έκταση περίπου 10 τετραγωνικών χιλιομέτρων και βάθος 8-10 μέτρων, η στάθμη της όμως παρουσιάζει έντονες μεταβολές. Ο Οζερός σχηματίζεται από νερά του Αχελώου που εγκλωβίζονται στην περιοχή, όταν αυτός υπερχειλίζει, αλλά και από μικρούς χειμάρρους. Στη λίμνη καταμετρώται πολλά υδρόβια πουλιά όπως φαλαριδες, κύκνοι, αγριόπαπιες, κορμοράνοι ενώ στη λίμνη ζουν νερόφιδα, νεροχελώνες και τουλάχιστον 11 είδη ψαριών.
Στη Γουριώτισσα αρχιτσέλιγκας ήταν ο Κατσαρός και γι’ αυτό το χωριό ονομάζονταν και Κατσαρού. Το 1879 αναφέρεται ως Γαλιτσά ή Γουριώτισσα με 376 κατοίκους που ανήκε στο Δήμο Αστακού, όπως και στις επόμενες απογραφές (1889, 1896, 1907 και 1928). Μέχρι το 1912 ανήκει στο Δήμο Αστακού. Από το 1912 αποτελεί αυτόνομη κοινότητα. Στην τελευταία απογραφή του 2001 είχε 511 κατοίκους. Οι κάτοικοι της σήμερα ασχολούνται με αγροτικές καλλιέργειες και με την κτηνοτροφία.
Πολύ κοντά στο χωριό βρίσκεται η λίμνη Οζερός ονομασία που έχει σλαβική προέλευση, καθώς "Οζέρο" είναι σλαβική λέξη που σημαίνει «λίμνη». Έχει έκταση περίπου 10 τετραγωνικών χιλιομέτρων και βάθος 8-10 μέτρων, η στάθμη της όμως παρουσιάζει έντονες μεταβολές. Ο Οζερός σχηματίζεται από νερά του Αχελώου που εγκλωβίζονται στην περιοχή, όταν αυτός υπερχειλίζει, αλλά και από μικρούς χειμάρρους. Στη λίμνη καταμετρώται πολλά υδρόβια πουλιά όπως φαλαριδες, κύκνοι, αγριόπαπιες, κορμοράνοι ενώ στη λίμνη ζουν νερόφιδα, νεροχελώνες και τουλάχιστον 11 είδη ψαριών.
Στη Γουριώτισσα αρχιτσέλιγκας ήταν ο Κατσαρός και γι’ αυτό το χωριό ονομάζονταν και Κατσαρού. Το 1879 αναφέρεται ως Γαλιτσά ή Γουριώτισσα με 376 κατοίκους που ανήκε στο Δήμο Αστακού, όπως και στις επόμενες απογραφές (1889, 1896, 1907 και 1928). Μέχρι το 1912 ανήκει στο Δήμο Αστακού. Από το 1912 αποτελεί αυτόνομη κοινότητα. Στην τελευταία απογραφή του 2001 είχε 511 κατοίκους. Οι κάτοικοι της σήμερα ασχολούνται με αγροτικές καλλιέργειες και με την κτηνοτροφία.
Το μοναστήρι του Λιγοβιτσίου αφιερωμένο στην ¨Παναγία" δεσπόζει σε λόφο παρακείμενο της Γουριώτισσας. Χτίστηκε μάλλον τον 17ο αιώνα από δύο αδέλφια (Σλάβοι;) και αποτέλεσε ορμητήριο για τον Καραϊσκάκη και άλλους οπλαρχηγούς. Επί Όθωνος η Μονή έκλεισε και δημεύτηκε η μεγάλη περιουσία της ενώ ξανάνοιξε τα τελευταία χρόνια ως γυναικεία μονή προσελκύοντας κόσμο από όλο το Ξηρόμερο.
ΟΧΘΙΑ
Το χωριό των Οχθίων έχει 570 κατοίκους (2001) και βρίσκεται σε μια πεδινή έκταση μετά το χωριό Γουριώτισσα με κατεύθυνση προς Αγρίνιο.
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΩΝ ΡΙΜΕΝΩΝ ΤΗΣ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Τα παρακάτω προκύπτουν από έρευνα των Παλαιομανιωτών Δημήτρη Στεργίου (δημοσιογράφου-συγγραφέα) και Παναγιώτη Ζώγα (μεταφραστή-συγγραφέα)Λίγοι ίσως γνωρίζουν ότι μεγάλη ήταν η συμβολή των Βλάχων της Ακαρνανίας στους εθνικούς αγώνες. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις παραδόσεις αυτές, οι Βλάχοι της Ακαρνανίας, από την επαύριο κιόλας της άλωσης της Κωνσταντινούπολης, πύκνωσαν τις τάξεις των πρώτων κλεφτών και αρματωλών. Αναφέρονται τα ονόματα των Νούσια, Μήλα, Φέρρα, Χολέβα, Σπανού, Κάμπου, Μπομπόλη, Μπίκα και Αποστόλου. Η παράδοση αναφέρει ότι το μένος των Βλάχων κατά των Τούρκων ήταν τόσο μεγάλο, ώστε τους κατέσφαζαν σαν αρνιά. Οι οπλαρχηγοί Πάγκιος, Ναούμης, Μπίλης, Ζώγας, Καραϊσκος και Γιάγκας έχουν γίνει θρύλος στην περιοχή για τα ανδραγαθήματά τους. Οι ιστοριοδίφες επισημαίνουν ακόμη ότι οι Βλάχοι της Ακαρνανίας πήραν μέρος στη μάχη της 8ης Ιουνίου 1821 στο Αγρίνιο, υπό τον Γ. Βαρνακιώτη, της 10ης Αυγούστου 1822 στην Πλάκα, επίσης, υπό τον Βαρνακιώτη, στην Α΄Πολιορκία του Μεσολογγίου στις 25 Οκτωβρίου 1822, στη μάχη της 23ης Σεπτεμβρίου 1823 στην Παλιοσάλτσενα Αιτωλικού κατά του Μουσταή Πασά της Σκόνδρας. Ακόμη, στις 13 Ιουνίου 1823 εισέρχονται με τον Μήτσο Κατσικογιάννη στο Μεσολόγγι, που πολιορκούσε ο Κιουταχής και πήραν μέρος στη μάχη της 29ης Αυγούστου 1825 στο Μαχαλά Ακαρνανίας υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, στη μάχη της 28ης Σεπτεμβρίου 1825, όπου καταστράφηκε η βάση του Κιουταχή στον Καρβασαρά (Αμφιλοχία), στην έξοδο του Μεσολογγίου τον Απρίλιο του 1826 υπό τον Ανδρέα Γριβογιώργο, στη μάχη της 24ης Νοεμβρίου 1826 στην Αράχωβα υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, στη μάχη της Πέτρας στις 12 Σεπτεμβρίου 1829 και άλλες. Η παράδοση αναφέρει ότι έπεσαν στην έξοδο του Μεσολογγίου πολλοί Ελληνόβλαχοι, όπως οι Δημονίτσας, Καραμάνης, Κύργιος, Τόγιας, Τσαμπάζης, Σιδέρης, Τάκος, Λίλλης, Τσιμπούκης, Βρέττας, Πόπης, Παππάς, Στεργίου ή Οστάς και Τσέλιος. Θρυλική, επίσης, έχει παραμείνει η μορφή του φαναντικού διώκτη των κοτζαμπάσηδων οπλαρχηγού Φίλιππα Ζώγα από την περιοχή της Μήλας της Παλαιομάνινας. Στην ιερή φάλαγγα των πρωταγωνιστών της εθνεγερσίας περίβλεπτη θέση κατέχουν οι Βλάχοι της Ακαρνανίας. Εκτός από τους ήρωες που ήδη αναφέρθηκαν, έπεσαν κατά περιόδους οι Μπαμπάνης, Τσίπης, Φλώρος, Μπίτας, Νίτσας, Χατζής, Κοσσόβας, Τσέπας, Γκόντας και Σιδέρης. Για όλους αυτούς βρέθηκαν στοιχεία στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Η παράδοση, εκτός από τους εξοδίτες που αναφέρθηκαν, μνημονεύει ακόμη τους Τσαούση, Αδάμο, Ράπτη, Φέρρα, Τσέλιο, Ντεμούση, Καμπέρη, Κωστάκο, Κέκο, Κάκκο, Μήλα, Νούσια, Νάκα, Γιαννάκη, Μπρατζιώτη, Αποστόλου και Τσέπα. Ο Π. Ζώγας επίσης αποκαλύπτει ότι σε επιστολή του ο Κίτσος Τζαβέλας (3/9/1937) αναφέρεται στον Νικόλαο Δημητρίου Κοσόβα "εκ Μάνινας του Ξηρομέρου" ο οποίος "λαβών τα όπλα ετάχθη παρά το πλευρόν μου απ΄αρχής του Ιερού αγώνος μέχρι του θανάτου του εις Μεσολόγγιον". Στην έξοδο επίσης σκοτώθηκε και ο Ανδρέας Θ. Ναούμης που ανήκε στο σώμα του Νότη Μπότσαρη, 'Άλλα επίσημα στοιχεία για αγωνιστές από την Παλαιομάνινα αναφέρουν τους Ευθ Κουτσομπίνα, Δημήτριο Παππά, Δημήτριο Τύλη, Γεώργιο Μήτρου Ζώγα, Ευστάθιο Κάμπο και σπύρου Τόγια.
Η Βλάχα ηρωίδα Αφροδίτη Τόγια (Στιαου ντι απιριτα, άστρο της αυγής)
Ο θρύλος μιλάει και για την Αφροδίτη Τόγια τη Βλάχα ηρωίδα, της οποίας η κραυγή «Ελευθερία ή Θάνατος» αντηχούσε στα φαράγγια της Ακαρνανίας. Η ηρωίδα όμως είχε οικτρό τέλος. Λέγεται ότι ακολουθούσε στις μάχες τον αδελφό της και σε μάχη συνελήφθη από τους Τούρκους και οδηγήθηκε στην Άρτα. Ο αγάς θέλησε να τη θωπεύσει γιατί ήταν πολύ ωραία. Η Αφροδίτη, βλέποντας να λάμπει η χρυσοποίκιλτη λαβή του μαχαιριού του αγά, ορμά αστραπιαίως, το αποσπά και το βυθίζει στα στήθια της. Ο πασάς της Άρτας, όταν πληροφορήθηκε το γεγονός, συγκινήθηκε και έδωσε εντολή να παραδοθεί το σώμα της στους Έλληνες. Η κηδεία της έγινε με καθολική συμμετοχή οπλαρχηγών και πολεμιστών καθώς και πλήθους κόσμου. Ετάφη στην Ι. Μονή Λιγοβιτσίου. Υπάρχει και σχετικό τραγούδι – μοιρολόι (της τάβλας), διεσώθηκε από τον Δ. Στεργίου (αρχές δεκαετίας του ΄60), από αφηγήσεις υπερήλικων κατοίκων του χωριού μας. Το τραγούδι αυτό στη βλάχικη (ριμένικη) γλώσσα και σε μετάφραση έχει ως εξής:
Ορέ, Αφροδίτα, τύνη, Μωρή, Αφροδίτη, εσύ,
Αφροδίτα, μουσιάτε. Αφροδίτη, όμορφη.
Φιτσέσιου μούλτι γκίνι, Έκανες πολύ καλά,
μόρε, Ριμένε, φιάτε. Μωρή, Ρωμιά, κόρη.
Λάϊ, σόρα, Αφροδίτα, Ω, αδερφή μας, Αφροδίτη,
ιράϊ στιάου ντι απερίτα. ήσουν άστρο της αυγής.
Αίστε χόρε έστι ανόστε, Αυτή χώρα είναι δική μας,
νου βρέμ τίραννοι πι κάπου, δεν θέλομε τυράννους στο κεφάλι,
σκλάβιου έστι κα πίσε νόπτε, η σκλαβιά είναι σαν νύχτα πίσσα,
νου βρέμ του χόρε αράπου δεν θέλομε στη χώρα μας αράπη
Λάϊ, σόρε, Αφροδίτα, Ω, αδερφή μας, Αφροδίτη,
ιράϊ στιάου ντι απερίτα. ήσουν άστρο της αυγής.
Αφροδίτα, τύνη, κου θάρρου Αφροδίτη, εσύ, με θάρρος
στι φιτσέσιου κουρμπάνε έγινες θυσία.
Ιράϊ σινετόσε κα βουντάρου, Ήσουν δυνατή σα βελανιδιά,
ιράϊ ούνε Ριμένε νταρντάνε. ήσουν μια Ρωμιά νταρντάνα.
Λάϊ, σόρα, Αφροδίτα, Ω, αδερφή μας, Αφροδίτη,
ιράϊ στιάου ντι απερίτα ήσουν άστρο της αυγής
Ο Στρατηγός Τσόγκας στην Παλαιομάνινα
Ο Γάλλος Ζυσερέ Ντε Σαιν Ντενίς γράφει : "Ο Τσογκας ,ηλικίας 55 ετών γεννήθηκε εν Ακαρνανία ανήκε επί πολύ καιρόν εις το σώμα των κλεφτών του περίφημου Κατσαντώνη , ο οποίος είχε καταταράξει τον Αλή δια των τολμηρών ληστειών του." Ο Κατσαντώνης αποκαλούσε τον Τσόγκα (βλαχοτζιόγκα) και ο Καραϊσκάκης (ξυνογαλά). Έπειτα από τον θάνατο του Κατσαντώνη την αρχηγεία των κλεφτών την ανέλαβε ο αδερφός του Κώστας Λεπενιώτης, αλλά και μετά τον θάνατο του Λεπενιώτη τα απομεινάρια του ένοπλου σώματος του Κατσαντώνη και του Λεπενιώτη σύμφωνα με τον Κασομούλη αποφάσισαν με αρχηγό τον Τσόγκα να πάνε στα Γιάννενα και να δηλώσουν υποταγή στον Αλί πάσα. Ο Αλί πασάς το 1810 έκανε τότε τον Τσόγκα καπετάνιο. Ο Κασομούλης γράφει σχετικά: "διόρισε τον Τσιόγκαν,βλάχον πρωτοπαλίκαρο του Κατσιαντώνη περί το 1810 ή 11 Καπιτάνον. Κατέστη τούτος Καπιτάνος άσειστος μέχρι της καταδρομής του Αλή πασα και έπειτα επί της επαναστάσεως μέχρι της θανής του, 1838 ως αρχηγός όπλων της επαρχίας Βονίτσης, και όλων των συρρεόντων βλαχοποιμένων εις την επαρχείαν ταυτην ως πατηρ. Πολύ νωρίς μυήθηκε στην φιλική εταιρία ενώ τον Ιανουάριο του 1821 στο σπίτι του ποιητή Σπ. Ζαμπέλιου με τους Γ. Καραϊσκάκη, Παναουργιά, Κατσικογιάννη, κλπ, αποφασίζουν όλοι μαζί την έναρξη της επανάστασης, ενώ ανατίθενται στους Καραϊσκάκη, Βαρνακιώτη, Τσόγκα, και Στουρνάρη η αρχηγεία των αρμάτων της Δυτικής Ελλάδος. Τον Μάιο του 1821 μαζί με τον Αλεξακη Βλαχόπουλο και άλλους οπλαρχηγούς της δυτικής Ελλάδος κηρύττουν την επανάσταση και στις 26 Μαΐου Πολιορκούν το Βραχώρι (Αγρίνιο), για να το απελευθερώσουν στις 11 Ιουνίου 1821.Την καταγωγή του Γ. Τσόγκα διεκδικούν τόσο οι Ριμένοι της Ακαρνανίας όσο και οι Σαρακατσάνοι. Όπως επισημαίνει όμως ο Π. Ζώγας σύμφωνα με τον Έπαρχο Κ. Μεταξά o Τσόγκas συναντήθηκε μαζί του στη θέση Παλαιομάινα (Απομνημονεύματα του Κ. Μεταξά ,σελ 95-97): "Εγώ εξελθών του Μεσολογγίου διευθήνθην εισ ένετευξιν του Τσόγκα εις Παλαιομάινα και του Βότσαρη εις Αγγελόκαστρον. Συνδιαλεχθείς εν τούτοις μετά του Τσόγκα εις Παλαιομάινα έμεινα μετ΄αυτού σύμφωνος , αυτός με με το σώμα του να μεταβή εισ Μεσολόγγιον , τον δε Δήμον Τσέλιον διορίσαμε να πηγαίνει στο Λεσίνι..." Επίσης ο Ουρκουάτ ("Η όψη της Ανατολής " τομ Ι, κ7 σελ 67, κ.8 σελ 84) όταν αναφέρεται στον Κατσαντώνη, Τσιόγκα κλπ αποκαλύπτει ότι μιλούσαν μια γλώσσα συγγενική με τη ρουμανική. Επομένως κάποιος που μιλούσε πολύ πιθανά μια άλλη διάλεκτο, έλεγχε του Βλάχους της Ακαρνανίας γνώριζε τη θέση της Παλαιομάνινας και την προτιμούσε για τις συναντήσεις του δεν μπορεί να είναι παρά ένας Ριμένος της Ακαρνανίας.
ΚΚ
ΚΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου