ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΝΤΟΠΙΣΗ
Το σημερινό χωριό της Παλαιομάνινας εντοπίζεται γεωγραφικά απέναντι από το χωριό Αγγελόκαστρο, στη δεξιά όχθη του ποταμού Αχελώου. Βρίσκεται στην άκρη του βελανιδοδάσους (μάνια) του Ξηρομέρου, σε υψόμετρο 120 μ., 35 χλμ βορειανατολικά από το Μεσολόγγι.
ΠΡΟΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ
H Παλαιομάνινα βρίσκεται στην ακαρνική περιοχή της Αιτωλοακαρνανίας. Ως γενάρχης των Ακαρνάνων αναφέρεται ο Ακαρνάν, γιός του Αλκμαίωνα. Η κατοίκιση της ευρύτερης περιοχής σύμφωνα με τα ευρήματα φαίνεται ότι άρχισε από τα νεολιθικά χρόνια.
Απέναντι από το χωριό βρίσκεται ο νεολιθικός οικισμός στη θέση '"Aγιος Ηλίας Ιθωρίας". Κατά την εσκαφή για τα θεμέλια της ενοριακής εκκλησίας του "Αγιου Κωνσταντίνου και Ελένης" ανεκαλύφθησαν πρωτογεωμετρικοί ταφικοί πίθοι.
Eπίσης πολύ κοντά στη θέση Μίλα έχουν βρεθεί συλημμένοι μυκηναϊκοί τάφοι. Ιδιαίτερα η θέση της Μίλας θεωρείται μία από τις 7 θέσεις όπου φαίνεται ότι αρχίζει η κατοίκηση τα πρωτοελλαδικά χρόνια στην Ακαρνανία και συνεχίζεται και στη μυκηναϊκή εποχή.Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "Καθημερινής"(Κυριακή, 19 Δεκεμβρίου 1965) :
«Σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα ήλθαν στο φως κατά το 1965 και από την θέσιν της Ακαρνανίας Μίλαν που ευρίσκεται μεταξύ των χωρίων Παλαιομάνινας Ξηρομέρου και Πανταλόφου, ανατολικώς του Αστακού. Τα ερείπια που ευρίσκονται εις την Παλαιομάνινα ανήκουν πιθανώς εις την αρχαίαν πόλιν Ματρόπολιν (Μητρόπολιν). Εις την θέσιν Μίλα Ξηρομέρου, μέσα στο κτήμα του κ. Κ. Κουτσομπίνα, περί τα 250 μέτρα δυτικώς της κοίτης του Αχελώου, εις την περιοχήν που είχε άλλοτε μικρόν χωρίον, καταστραφέν πιθανώς κατά τους αγώνας του 1821, ανεσκάφη κατά το 1965 υπό του κ. Μαστροκώστα μεγάλος θολωτός τάφος, που είχε συληθεί προ ετών υπό αρχαιοκαπήλων.
Ο τάφος αυτός της Μίλας είχε προ της εισόδου του στενότατον κτιστόν «δρόμον», ο οποίος κατέπεσε προ πολλών ετών. Πρόκειται περί ενός εκ των μεγαλυτέρων θολωτών τάφων όλης της Ελλάδος με διάμετρον 11,20 μέτρων.Εις το περίβολον της εισόδου του είχε τοποθετηθεί μονόλιθος μήκους 1,98 μέτρων, ύψους 0,31 μέτρων και πάχους 0,58 μέτρων. Ο μεγάλος αυτός θολωτός τάφος της Μίλας Ξηρομέρου παρουσιάζει εις την κατασκευήν του μεγάλην ομοιότητα με τους τέσσερις μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους του 14ου αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδικός 3ης περιόδου), που ανεσκάφησαν προηγουμένως από τον κ. Μαστροκώστα εις το χωρίον Άγιος Ηλίας της επαρχίας Μεσολογγίου.Εις τον λόφον του Αγίου Ηλία, συμφώνως προς τα υποθέσεις των ειδικών, ευρίσκετο κατά την ομηρικήν εποχήν η πόλις Ώλενος, που κατεστράφη υπό των Αιτωλών της Αιτωλίας, και αργότερον κατά τους ιστορικούς χρόνους η Ιθωρία. Φωτογραφία της ακροπόλεως του Αγίου Ηλία και ενός εκ των τεσσάρων θολωτών τάφων της περιοχής δημοσιεύσαμεν μαζί με τις σχετικές λεπτομέρειες στην «Καθημερινή» της 21. 3. 1965.
Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος της Μίλας Ξηρομέρου ανήκει πιθανώς εις την βορειότερον κειμένην προϊστορικήν πόλιν της σημερινής Παλαιομάνινας, που ταυτίζεται υπό του καθηγητού Κ. Ρωμαίου με την Ματρόπολιν (Μητρόπολιν)».
Επίσης, στο Αρχαιολογικό Δελτίο 22 (1967), «Χρονικά», αναφέρεται ότι: «…Παρά την δεξιάν όχθην του Αχελώου εν θέσει Μίλα, μεταξύ των χωρίων Παλαιομάνινα και Πεντάλοφος (Ποδολοβίτσα) διενεργήθησαν δοκιμαστικαί ανασκαφαί παρά τα τοιχώματα του κυκλικού θολωτού μυκηναϊκού τάφου (διάμετρος 10,50 μέτρων) και ανεσκάφη ο εις αυτό καταλήγων από ΝΑ στενός δρόμος (μήκος 6,60 μέτρων και πλάτους 0,62 – 0,74 μέτρων».
Επίσης στο κέντρο του χωριού σε ιδιοκτησία τότε του Γρηγορίου Κέκου, βρέθηκαν δύο ταφικοί πρωτογεωμετρικοί πίθοι, οι οποίοι περιείχαν αγγεία " δι’ αραιού μελανού γανώματος επηλειμμένα", καθώς επίσης και "οινοχόας - φλάσκας", μαχαιρίδια, περόνες, , αιχμή δόρατος, δύο χρυσά δακτυλίδια κα. (Μουσείο Αγρινίου).
Στην Ιλιάδα η περιοχή της Ακαρνανίας εμφανίζεται να κατέχεται στο μεγαλύτερο τμήμα της από το βασίλειο των Επειών. Αντίθετα στην Οδύσσεια, μέρος της Ακαρνανίας εμφανίζεται να κατοικείται από Κεφαλλήνες και να ανήκει στο βασίλειο του Οδυσσέα. Η σημερινή έρευνα θεωρεί πολύ πιθανόν ότι η παράδοση για την φυγή του Ακαρνάνα από την ΒΑ Πελοπόννησο και την εγκατάστασή του στην Ακαρνανία δημιουργήθηκε τον 7ο και 6ο αιώνα π.Χ. την εποχή του αποικισμού, οπότε οι Κορίνθιοι ίδρυσαν στην δυτική Ακαρνανία αποικίες και ζητούσαν ένα μυθολογικό υπόστρωμα για να στηρίξουν την επεκτατική τους πολιτική (Λεξικό Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάνικα). Πάντως μέχρι το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής (1150/1100 π.Χ.) οι Ακαρνάνες είναι άγνωστοι και η χώρα τους κατοικείται από Κεφαλλήνες.
ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία της νεώτερης έρευνας, φαίνεται ότι οι Ακαρνάνες εγκαταστάθηκαν μεταξύ των ακτών του Ιονίου πελάγους και του Αχελώου, στην περιοχή που ονομάζεται στους ιστορικούς χρόνους Ακαρνανία, μετά την Δωρική εισβολή στην Πελοπόννησο, σε μια χρονολογία γύρω στο 1100 π. Χ. Κατά τον 7ο π.Χ. αιώνα αποικίζουν την περιοχή της Ακαρνανίας οι Κορίνθιοι ιδρύοντας πόλεις όπως ο Αστακός, η Πάλαιρος, το Ανακτόριο και η Λευκάδα.
Οι Ακαρνάνες έγιναν γνωστοί με την συμμετοχή τους στο πλευρό των υπολοίπων Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους του 5ου αιώνα π.Χ. Στην διαμάχη Αθήνας-Σπάρτης οι περισσότερες πόλεις της Ακαρνανίας πήραν το μέρος των Αθηναίων εκτός από εκείνες που είχαν φιλοκορινθιακά καθεστώτα.
(Φωτό 2007)
Από τον 5ο αιώνα π.Χ. οι ακαρνανικές πόλεις είχαν συγκροτήσει το «Κοινό των Ακαρνάνων» με κέντρο την αρχαία Στράτο και με ακμάζουσα πορεία που είχε το χαρακτήρα των πόλεων -κρατών.
Στην διαμάχη του Φιλίππου Β΄ με τους Αθηναίους εντάχθηκαν στην αντιμακεδονική συμμαχία και στην μάχη της Χαιρωνείας (338 π.Χ.) πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων, λόγω της συνεργασίας των αιωνίων αντιπάλων τους Αιτωλών με τους Μακεδόνες.
(φωτο 2007)
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τους επόμενους αρχαίους και ελληνιστικούς χρόνους πέρα από το γεγονός ότι στην Ακαρνανία η κατοίκηση ήταν συνεχής μέχρι την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους το 149 π.Χ., όπου αρχίζει η σταδιακή ερήμωση όλης της περιοχής λόγω ιδρύσεως της Νικόπολης και των Πατρών.
Μυκηναϊκός θολωτός τάφος σε .. εγκατάλειψη (Μίλα , Παλιομάνινα) |
Ταφικά ευρήματα από τα θεμέλια της εκκλησίας |
Eπίσης πολύ κοντά στη θέση Μίλα έχουν βρεθεί συλημμένοι μυκηναϊκοί τάφοι. Ιδιαίτερα η θέση της Μίλας θεωρείται μία από τις 7 θέσεις όπου φαίνεται ότι αρχίζει η κατοίκηση τα πρωτοελλαδικά χρόνια στην Ακαρνανία και συνεχίζεται και στη μυκηναϊκή εποχή.Σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας "Καθημερινής"(Κυριακή, 19 Δεκεμβρίου 1965) :
«Σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα ήλθαν στο φως κατά το 1965 και από την θέσιν της Ακαρνανίας Μίλαν που ευρίσκεται μεταξύ των χωρίων Παλαιομάνινας Ξηρομέρου και Πανταλόφου, ανατολικώς του Αστακού. Τα ερείπια που ευρίσκονται εις την Παλαιομάνινα ανήκουν πιθανώς εις την αρχαίαν πόλιν Ματρόπολιν (Μητρόπολιν). Εις την θέσιν Μίλα Ξηρομέρου, μέσα στο κτήμα του κ. Κ. Κουτσομπίνα, περί τα 250 μέτρα δυτικώς της κοίτης του Αχελώου, εις την περιοχήν που είχε άλλοτε μικρόν χωρίον, καταστραφέν πιθανώς κατά τους αγώνας του 1821, ανεσκάφη κατά το 1965 υπό του κ. Μαστροκώστα μεγάλος θολωτός τάφος, που είχε συληθεί προ ετών υπό αρχαιοκαπήλων.
Ο τάφος αυτός της Μίλας είχε προ της εισόδου του στενότατον κτιστόν «δρόμον», ο οποίος κατέπεσε προ πολλών ετών. Πρόκειται περί ενός εκ των μεγαλυτέρων θολωτών τάφων όλης της Ελλάδος με διάμετρον 11,20 μέτρων.Εις το περίβολον της εισόδου του είχε τοποθετηθεί μονόλιθος μήκους 1,98 μέτρων, ύψους 0,31 μέτρων και πάχους 0,58 μέτρων. Ο μεγάλος αυτός θολωτός τάφος της Μίλας Ξηρομέρου παρουσιάζει εις την κατασκευήν του μεγάλην ομοιότητα με τους τέσσερις μυκηναϊκούς θολωτούς τάφους του 14ου αιώνα π.Χ. (Υστεροελλαδικός 3ης περιόδου), που ανεσκάφησαν προηγουμένως από τον κ. Μαστροκώστα εις το χωρίον Άγιος Ηλίας της επαρχίας Μεσολογγίου.Εις τον λόφον του Αγίου Ηλία, συμφώνως προς τα υποθέσεις των ειδικών, ευρίσκετο κατά την ομηρικήν εποχήν η πόλις Ώλενος, που κατεστράφη υπό των Αιτωλών της Αιτωλίας, και αργότερον κατά τους ιστορικούς χρόνους η Ιθωρία. Φωτογραφία της ακροπόλεως του Αγίου Ηλία και ενός εκ των τεσσάρων θολωτών τάφων της περιοχής δημοσιεύσαμεν μαζί με τις σχετικές λεπτομέρειες στην «Καθημερινή» της 21. 3. 1965.
Ο μυκηναϊκός θολωτός τάφος της Μίλας Ξηρομέρου ανήκει πιθανώς εις την βορειότερον κειμένην προϊστορικήν πόλιν της σημερινής Παλαιομάνινας, που ταυτίζεται υπό του καθηγητού Κ. Ρωμαίου με την Ματρόπολιν (Μητρόπολιν)».
Επίσης, στο Αρχαιολογικό Δελτίο 22 (1967), «Χρονικά», αναφέρεται ότι: «…Παρά την δεξιάν όχθην του Αχελώου εν θέσει Μίλα, μεταξύ των χωρίων Παλαιομάνινα και Πεντάλοφος (Ποδολοβίτσα) διενεργήθησαν δοκιμαστικαί ανασκαφαί παρά τα τοιχώματα του κυκλικού θολωτού μυκηναϊκού τάφου (διάμετρος 10,50 μέτρων) και ανεσκάφη ο εις αυτό καταλήγων από ΝΑ στενός δρόμος (μήκος 6,60 μέτρων και πλάτους 0,62 – 0,74 μέτρων».
Επίσης στο κέντρο του χωριού σε ιδιοκτησία τότε του Γρηγορίου Κέκου, βρέθηκαν δύο ταφικοί πρωτογεωμετρικοί πίθοι, οι οποίοι περιείχαν αγγεία " δι’ αραιού μελανού γανώματος επηλειμμένα", καθώς επίσης και "οινοχόας - φλάσκας", μαχαιρίδια, περόνες, , αιχμή δόρατος, δύο χρυσά δακτυλίδια κα. (Μουσείο Αγρινίου).
Έξοδος σε πύλη του αρχαίου κάστρου προς τον Αχελώο |
ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΟΧΗ
http://www.myagrinio.gr/%CE%BF-%CE%B2-%CE%BB%CE%B1%CE%BC%CF%80%CF%81%CE%B9%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%B4%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82-%CE%B3%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CE%BA%CE%B1%CF%86%CE%AD%CF%82-%CF%83/
Οι Ακαρνάνες έγιναν γνωστοί με την συμμετοχή τους στο πλευρό των υπολοίπων Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους του 5ου αιώνα π.Χ. Στην διαμάχη Αθήνας-Σπάρτης οι περισσότερες πόλεις της Ακαρνανίας πήραν το μέρος των Αθηναίων εκτός από εκείνες που είχαν φιλοκορινθιακά καθεστώτα.
(Φωτό 2007)
Από τον 5ο αιώνα π.Χ. οι ακαρνανικές πόλεις είχαν συγκροτήσει το «Κοινό των Ακαρνάνων» με κέντρο την αρχαία Στράτο και με ακμάζουσα πορεία που είχε το χαρακτήρα των πόλεων -κρατών.
Στην διαμάχη του Φιλίππου Β΄ με τους Αθηναίους εντάχθηκαν στην αντιμακεδονική συμμαχία και στην μάχη της Χαιρωνείας (338 π.Χ.) πολέμησαν στο πλευρό των Αθηναίων, λόγω της συνεργασίας των αιωνίων αντιπάλων τους Αιτωλών με τους Μακεδόνες.
(φωτο 2007)
Δεν υπάρχουν στοιχεία για τους επόμενους αρχαίους και ελληνιστικούς χρόνους πέρα από το γεγονός ότι στην Ακαρνανία η κατοίκηση ήταν συνεχής μέχρι την κατάκτηση της από τους Ρωμαίους το 149 π.Χ., όπου αρχίζει η σταδιακή ερήμωση όλης της περιοχής λόγω ιδρύσεως της Νικόπολης και των Πατρών.
Η αρχαία πόλη στην περιοχή της Παλαιομάναινας
Η Αυλόπορτα στην Παλαιομάνινα |
νει μνεία στο βιβλίο του "Travels in the Morea" στην πόλη Ερυσίχη (η Ερυσίχη ήταν τοπική ηρωίδα κόρη του Αχελώου) καθώς επίσης και στην ακαρνανική σημαντική αρχαία πόλη Μητρόπολη. Η Μητρόπολη αναφέρεται ως σημαντική ακαρνανική πόλη, με ακρόπολη, κοντά στον Αχελώο ποταμό, την οποία κατέλαβε και κατέστεψε ο Φίλιππος ο Ε΄της Μακεδονίας (238 – 179 π.Χ.) μετά την αρχαία πόλη των Φοιτιών και Στράτου στην προσπάθειά του να αποδυναμώσει την Αιτωλική Συμπολιτεία.
Η δεύτερη πύλη μετά την Αυλόπορτα
|
Τμήμα της Ακρόπολης της Παλαιομάνινας |
Συγκεκριμένες πληροφορίες για τη
Μητρόπολη και τη Σαυρία, διασώζουν οι αρχαίοι ιστορικοί Πολύβιος ο Μεγαλοπολίτης
(210-125 π.Χ.) και Διόδωρος ο Σικελιώτης (90-20 π.Χ.). Εξιστορώντας ο Πολύβιος την
εκστρατεία του Φιλίππου Ε΄ της Μακεδονίας κατά των Αιτωλών, αναφέρει τις
στρατιωτικές επιχειρήσεις του (219-217 π.Χ.) στην Αιτωλία και Ακαρνανία. Το 218
π.Χ., ο Φίλιππος μετά την καταστροφή του Θέρμου, αφού ελευθέρωσε τις Φοιτίες,
προχώρησε προς τη Μητρόπολη, στην ακρόπολη της οποίας είχε οχυρωθεί η αιτωλική
φρουρά, δεν μπόρεσε όμως να την καταλάβει, γι' αυτό και πυρπόλησε την Κάτω
Πόλη. Στη συνέχεια διαβαίνοντας τον Αχελώο, κατευθύνθηκε προς την Κωνώπη. Οι
σύγχρονοι ερευνητές ταυτίζουν την Πραταριά της Ρίγανης με το σημείο διάβασης
του Φιλίππου από την Μητρόπολη προς την Κωνώπη:"(ο Φίλιππος) προήγεν ποιούμενος
την πορείαν επί Μητροπόλεως και Κωνώπης, οι δε Αιτωλοί την μεν άκραν της
Μητροπόλεως κατείχον, την δε πόλιν εξέλιπον. Ο δε Φίλιππος εμπρήσας την
Μητρόπολιν προίει κατά το συνεχές επί την Κωνώπην" ... "συνεχώς
νυκτοπορήσας, ήκε προς τον Αχελώον ποταμόν, άρτι της ημέρας, μεταξύ Κωνώπης και
Στράτου". Πολύβιος, Ιστορίαι Δ, 64 και Ε, 11
Ο Διόδωρος Σικελιώτης αναφέρεται στα
χρόνια του σκληρού ανταγωνισμού των Ακαρνάνων και Αιτωλών, την περίοδο των
διαδόχων. Ο βασιλιάς της Μακεδονίας Κάσσανδρος, το 314 π.Χ., έσπευσε να
βοηθήσει τους συμμάχους του Ακαρνάνες στον αγώνα τους κατά των Αιτωλών, επειδή
όμως δεν κατόρθωσαν να επανακτήσουν τις Οινιάδες, πριν αναχωρήσει για την
πατρίδα του, συμβούλεψε τους φίλους του να συνοικήσουν στις μεγάλες και
οχυρωμένες πόλεις, για να αντιμετωπίσουν τον αιτωλικό κύνδυνο. Υπακούοντας την
προτροπή του, οι περισσότεροι Ακαρνάνες συγκεντρώθηκαν στη Στράτο. Ο κάτοικοι
των Οινιαδών, που η πόλη τους είχε καταληφθεί από τους Αιτωλούς μαζί με άλλους
-φυσικά και τους κατοίκους της Μητρόπολης- κατέφυγαν στο τείχος της Σαυρίας:
"Συναγαγών δε (ο Κάσσανδρος) τους
Ακαρνάνας εις κοινήςν εκκλησίαν ... συνεβούλευεν εκ των ανωχύρων και μικρών
χωρίων εις ολίγας πόλεις συνοικήσαι ... πεισθέντων δε των Ακαρνάνων οι πλείστοι
μεν εις Στράτον πόλιν συνώκησαν, οχυρωτάτην ούσαν και μεγίστην, Οινιάδαι και
τινες άλλοι συνήλθον επί Συρίαν, Δεριείες δε μεθ' ετέρων εις Αγρίνιον".
Διόδωρος Σικελιώτης, Βιβλιοθήκη Ιστορική ΧΙΧ, 67, 4.
Η πόλη της Μητρόπολης είναι γνωστή
επίσης από επιγραφικά και νομισματικά δεδομένα. Αντίθετα για τη Σαυρία
απουσιάζουν τα επιγραφικά δεδομένα. Στις
ανασκαφές του ναού του Απόλλωνα στο Θέρμο, βρέθηκε μία επιγραφή, που
χρονολογείται στο 235 π.Χ. περίπου. Σύμφωνα με την επιγραφή αυτή, οι δύο χώρες
των Οινιαδών και των Μητροπολιτών, οι οποίες υπάγονταν στο ακαρνανικό
διαμέρισμα που ονομάζεται Στρατικόν τέλος, είχαν συνοριακές διαφορές. Η διένεξή
τους φαίνεται ότι θεωρήθηκε πολιτειακή υπόθεση και για τη ρύθμισή της
εκλέχτηκαν διαιτητές από το Θύρρειο. Η γεωδαιτική απόφαση (κρίμα γαϊκόν) των
γαιοδικών καθόρισες ως αμοιβαία σύνορα των δύο ακαρνανικών πόλεων: "το
διατείχισμα και από του διατειχίσματος ευθυωρία δια του έλεος εις
θάλασσαν". Η απόφαση, για να θεωρηθεί απαράβατη, ορίστηκε να αναγραφεί στο
ιερό του Απόλλωνα στο Θέρμο. Το κείμενο της επιγραφής έχει ως εξής:
ΣΤΡΑΤΑΓΕΟΝΤΟΣ ΧΑΡΙΞΕΝΟΥ ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟΝ,
ΚΡΙΜΑ ΓΑΪΚΟΝ ΣΤΡΑΤΙΚΟΥ ΤΕΛΕΟΣ. ΤΑΔΕ ΕΚΡΙΝΑΝ ΘΥΡΡΕΙΩΝ ΟΙ ΓΑΙΟΔΙΚΑ• ΟΡΙΑ ΤΑΣ
ΧΩΡΑΣ ΟΙΝΙΑΔΑΙΣ ΠΟΤΙ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑΙΣ ΤΟ ΔΙΑΤΕΙΧΙΣΜΑ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΥ ΔΙΑΤΕΙΧΙΣΜΑΤΟΣ
ΕΥΘΥΩΡΙΑΙ ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΛΕΟΣ ΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΑΝ. ΑΝΑΓΡΑΨΑΤΩ ΔΕ ΤΟ ΚΡΙΜΑ Α ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ
ΟΙΝΙΑΔΑΝ, ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑΝ ΕΝ ΘΕΡΜΩΙ ΕΝ ΤΩ ΙΕΡΩΙ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ.
Αρχαιολογική Εφημερίς 1905, 57κε
Δύο άλλες επιγραφές, που βρέθηκαν στο
ιερό του Απόλλωνος στο Άκτιο, αναφέρουν τα ονόματα δύο "επώνυμων"
Μητροπολιτών: τον Προίτο, γιο του Διοπείθους και τον Δείνωνα, γιο του Δειμάχου,
οι οποίοι κατείχαν το αξίωμα του Γραμματέως στη Βουλή του Κοινού των Ακαρνάνων:
α)"ΓΡΑΜΜΑΤΕΟΣ ΔΕ ΤΑΙ ΒΟΥΛΑΙ
ΠΡΟΙΤΟΥ ΤΟΥ ΔΙΟΠΕΙΘΕΟΣ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑ"
IG, IX, F, 208α, στ. 5,34
β)"ΓΡΑΜΜΕΤΕΟΣ ΔΕ ΤΑΣ ΒΟΥΛΑΣ
ΔΕΙΝΩΝΟΣ ΤΟΥ ΔΕΙΝΟΜΑΧΟΥ ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑ"
G, IX, F, 209, στ. 3
Οι Ακαρνάνες Γραμματείς ήταν επώνυμοι
άρχοντες, ο πολιτικός τους ρόλος ήταν αξιόλογος και εξέφραζαν τη θέληση των
πολιτών όλων των πόλεων της Ακαρνανικής Συμπολιτείας.
Στη Σπάρτη βρέθηκε μία επιγραφή
προξενείας, που μας πληροφορεί για τον προμνήμονα των Ακαρνάνων, κάτοικο
Μητρόπολης, Φιλιστίωνα του Δεξάνδρου:
"(ΣΥΜΠΡΟΜΝΑΜΟΝΟΣ) ΦΙΛΙΣΤΙΩΝΟΣ
ΜΑΤΡΟΠΟΛΙΤΑ"
(IG, IX, I², 2, 588, στ. 10)
Οι Προμνήμονες και οι Συμπρομνήμονες
ήταν αξιωματούχοι προϊστάμενοι του ομοσπονδιακού συμβουλίου του Κοινού των
Ακαρνάνων.
Η Μητρόπολις φαίνεται ότι στα τέλη
του 4ου αιώνα βρισκόταν σε οικονομική ακμή και προχώρησε στην κοπή δικών της
νομισμάτων, του τύπου των κορινθιακών πηγάσων, που απεικόνιζαν στην κύρια όψη
τους τον φτερωτό Πήγασο και ανέφεραν την επωνυμία της πόλης τους. Η εύρεσή τους
στην Ιταλία και τη Σικελία είναι μία έμμεση πηγή για τις σχέσεις, οικονομικές
κυρίως και πολιτιστικές, με τον υπόλοιπο κόσμο (W. M. MURRAY, 1982, 488).
Η ταύτιση του Παλιόκαστρου της
Ρίγανης απασχόλησε τους ερευνητές ήδη από τον περασμένο αιώνα. Οι γνώμες τους
γενικά διίστανται μεταξύ Μητρόπολης και Σαυρίας.
Πρώτος ο L. Heuze, το 1856, ως μέλος
της γαλλικής αρχαιολογικής Σχολής, επισκέφτηκε το Παλιόκαστρο της Ρίγανης και
δημοσίευσε τα συμπεράσματά του στο βιβλίο "Le Mont Olympe et l'
Acamanie" (1860).
Ο Γάλλος αρχαιολόγος υποστηρίζει ότι:
"Αρκεί να ανοίξουμε τον Πολύβιο,
για να πειστούμε ότι αυτά τα ερείπια είναι της αρχαίας Μητρόπολης. Ο Φίλιππος
... κατασκήνωσε, σε απόσταση δέκα σταδίων από τη Στράτο, στη δεξιά όχθη του
Αχελώου ... από κει προχώρησε προς νότο, με σκοπό να περάσει στην Ήλιδα. Τότε
κατέστρεψε όλες τις πόλεις που συνάντησε, πάνω στις δύο όχθες του ποταμού, που
ανήκαν στους Αιτωλούς, ... Βάδισε καταρχάς προς τη Μητρόπολη και την Κωνώπη ...
αφού κατέστρεψε μερικά την πρώτη, διέσχισε το ποτάμι στα ρηχά με το στρατό του
... Ο Πολύβιος αναφέρει ότι με την προσέγγιση των Μακεδόνων, η αιτωλική φρουρά
αρκέστηκε να υπερασπίσει την ακρόπολη, αφήνοντας το Φίλιππο να πυρπολήσει την
κάτω πόλη ... Καταλαβαίνουμε ότι σ' αυτό το μέρος, μη όντας περιτριγυρισμένο
από έναν κανονικό περίβολο, οι Αιτωλοί δεν σκέφτηκαν προς στιγμήν να αμυνθούν
εκεί...".
Την άποψη του L. Heuze, ότι το
Παλιόκαστρο της Ρίγανης ταυτίζεται με τη Μητρόπολη, ασπάζονται: ο Ε. Oberhummer
(1887), o W. Powell (1904), o K. Ρωμαίος (1918), ο Ε. Μαστροκώστας (1968), ο G.
C.affenbach (1957), η Κ. Αξιώτη (1980), ο Γ. Φερεντίνος (1986), ο Ν. Καπώνης
(1995) κ.ά., οι οποίοι συνεκδοχικά ταυτίζουν τα ερείπια της Παλαιομάνινας με
την αρχαία Σαυρία.
Ο Ε. Kirsten (1941), στηριζόμενος
στον Πολύβιο, ο οποίος διαχωρίζει την ακρόπολη από την κάτω πόλη, ταυτίζει την
Παλαιομάνινα με την αρχαία Μητρόπολη και το Παλιόκαστρο της Ρίγανης με τη
Σαυρία. Με την άποψή του συντάσσονται οι: W. K. Pritchett (1991) και Δ.
Στεργίου (1996) κ.ά.
Οι υποθέσεις και των δύο πλευρών
στηρίζονται στα τοπογραφικά δεδομένα και κυρίως στη σύντομη αναφορά του
Πολυβίου, στα γεγονότα του 219 π.Χ. Πιστεύουμε ότι μόνον η ανασκαφική έρευνα
και τα in situ ευρήματα θα επιβεβαιώσουν την ταυτότητα του Παλιόκαστρου και θα
μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα.
Στην ελληνική αρχαιότητα,
"μητρόπολις" ονομαζόταν κάθε πόλη που έστελνε μία ομάδα πολιτών της
για να κατοικήσουν και να σταδιοδρομήσουν σε νέο χώρο, αρκετά μακριά από τον
τόπο καταγωγής τους, σε μια καινούρια πόλη, την αποικία. Η λέξη
"μητρόπολις" δήλωνε αυτό που σημαίνουν τα δύο συνθετικάτης:
μήτηρ+πόλις = μητέρα-πόλη, η πόλη που
γεννά, που δημιουργεί άλλες πόλεις.
…………………………………………………………………………………………
Στην κυρίως Ελλάδα η περισσότερο
γνωστή Μητρόπολις βρισκόταν στη Θεσσαλία, νοτιοδυτικά της Καρδίτσας. Στην
Ακαρνανία μνημονεύονται δύο πόλεις πόλεις με το όνομα "Μητρόπολις": η
μία στην ανατολική παραλία του Αμβρακικού κόλπου, κοντά στις Όλπεις
(Θουκυδίδης, Ιστοριών Γ, 107) και η άλλη στη δεξιά όχθη του Αχελώου ποταμού,
μεταξύ Οινιαδών και Στράτου (Πολύβιος, Ιστορίαι Δ, 64), η οποία θα μας
απασχολήσει στη συνέχεια.
Η παραπάνω ανάλυση του όρου
"μητρόπολις" μας γεννά πολλά ερωτηματικά: ποιες άραγε αποικιακές
δραστηριότητες απηχεί η ιστορία της δικής μας Μητρόπολης; Τα νομίσματα της
πόλης που βρέθηκαν στην Ιταλία και Σικελία αποτελούν έμμεση πηγή για τις
οικονομικές και πολιτιστικές σχέσεις της.
Η ΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΩΣ
"ΠΟΛΗ-ΚΡΑΤΟΣ"
Από τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν
παραπάνω, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η Μητρόπολις ήταν μία πόλη αυτόνομη με αποικιακή
ίσως δραστηριότητα, με συμμετοχή στα κοινά του Κοινού των Ακαρνάνων και
δικαίωμα κοπής νομισμάτων. Από τις λιγοστές αυτές πληροφορίες, αποδεικνύεται
ότι η ακαρνανική Μητρόπολη αποτελούσε πόλη-κράτος, με όλη τη σημασία που έδιναν
στον όρο οι αρχαίοι Έλληνες.
…………………………………………………………………………………………
…………………………………………………………………………………………
Όπως όλα τα τείχη της αρχαίας
Ακαρνανίας, έτσι και το τείχος της Μητρόπολης είναι στενά δεμένο με το φυσικό
τοπίο. Το πέτρωμα, που χρησιμοποιήθηκε για το κτίσιμό του είναι ο ντόπιος
ασβεστόλιθος, ο οποίος από τη φύση του προκαθορίζει και τον τρόπο της
τειχοδομίας.
Κύριο σύστημα τειχοδομίας είναι το
πολυγωνικό, η ποικιλία όμως των διαστάσεων των ογκολιθικών δόμων και οι
λεπτομέρειες του σχεδίου τους επιτυγχάνουν ένα μεγαλοπρεπές αποτέλεσμα. Η
επιλογή του πολυγωνικού συστήματος δόμησης προτιμήθηκε για τεχνικούς αλλά και
οικονομικούς λόγους, επειδή δηλαδή η ασβεστολιθική πέτρα αφθονεί στην περιοχή
και με το εύκολο κόψιμό της σε πολυγωνικά σχήματα επιτυγχάνεται οικονομία
εργασίας.
.........................................................................................................
.........................................................................................................
Με την κάθοδο των Δωριέων (1150-1050
π.Χ.), η Ακαρνανία βρίσκεται στον άξονα της κατεύθυνσής τους. Η πορεία τους από
βορρά προς την Πελοπόννησο ασφαλώς ακολουθούσε την οδό, που μαρτυρείτε τα
ιστορικά χρόνια ως τη ρωμαϊκή εποχή και τις μέρες μας, η οποία δια του Ακτίου
και της διάβασης του Αχελώου - στο σημείο της Περαταριάς της Ρίγανης - οδηγούσε
στο Αντίρριο. Η αρχαία Μητρόπολη κατέχει νευραλγική θέση και συμμετέχει με
κάποιο τρόπο στα ιστορικά δρώμενα.
Στα χρόνια της θαλασσοκρατορίας των
Φοινίκων (1050-800 π.Χ.) η έλλειψη ειρήνης στην περιοχή δημιούργησε αίσθημα
ανασφάλειας στους Ακαρνάνες και τους ανάγκασε να οχυρώσουν τις πόλεις τους. Στα
χρόνια αυτά ίσως πρέπει να τοποθετηθεί και η πρωιμότερη πιθανή χρονολογία
(terminus ante quem) της κτίσης του τείχους της Μητρόπολης.
Την περίοδο του ανοίγματος των
Κορινθίων (800-600 π.Χ.) προς δυσμάς, η Ακαρνανία, και η Μητρόπολη ασφαλώς,
δέχτηκε την κορινθιακή επίδραση σε όλους τους τομείς της ζωής, αφού στις
ακαρνανικές ακτές ιδρύονται κορινθιακές αποικίες. Οι Κορίνθιοι αποτέλεσαν για
τους Ακαρνάνες και τους κατοίκους της Μητρόπολης πρότυπο της πολιτικής τους
ζωής. Τα νομίσματα άλλωστε των Μητροπολιτών αυτό μαρτυρούν (κορινθιακοί
στατήρες). Αυτή την εποχή, σε μια στιγμή κοινής εθνικής δραστηριότητας του
πληθυσμού, γεννήθηκε και η ιδέα του Κοινού στους Ακαρνάνες, το πρώτο Κοινό της
αρχαιότητας, η ύπαρξη του οποίου επιβεβαιώνεται από τον ιστορικό Θουκυδίδη (Γ΄,
107.2). Η Μητρόπολη είναι μία από τις σημαντικές πόλεις του Κοινού και οι
κάτοικοί της εκλέγονται επώνυμοι άρχοντες στα ανώτερα αξιώματα της ακαρνανικής
συμπολιτείας.
Στις παραμονές του Πελοποννησιακού Πολέμου,
οι Ακαρνάνες είναι σύμμαχοι της Αθήνας εκτός από τις πόλεις Ανακτόριο, Σόλλιο,
Οινιάδες και Αστακό που συμμάχησαν με τους Πελοποννησίους. Η πολιτική και
οικονομική επιρροή της Αθήνας στη δυτική Ελλάδα ανέκοψε το εμπόριο των
Κορινθίων στην περιοχή και κατ' επέκταση στην Ιταλία και Σικελία και συγχρόνως
δημιούργησε όξυνση στις σχέσεις των δύο δυνάμεων.
Τα γεγονότα του Πελοποννησιακού
Πολέμου φανερώνουν τις βλέψεις των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, Αθηνών και
Κορίνθου, για την Ακαρνανία. Οι Ακαρνάνες, από την αρχή του πολέμου, δηλώνουν
πίστη στην αθηναϊκή συμμαχία, γεγονός που δεν το συγχωρούν οι Κορίνθιοι, των
οποίων τα συμφέροντα πλήττονται σοβαρά. Η πρώτη περίοδος του Πελοποννησιακού
Πολέμου (431-421 π.Χ.) σημαδεύτηκε από τις πολεμικές επιχειρήσεις στην
Ακαρνανία, τις οποίες ανέλαβαν οι ικανότεροι στρατιωτικοί των δύο εμπόλεμων
συνασπισμών: από τους Σπαρτιάτες ο Ευρύλοχος και ο Κνήμος και από τους
Αθηναίους ο Φορμίων και ο Δημοσθένης. Οι αθηναϊκές και πελοποννησιακές, που
φτάνουν στην περιοχή διέρχονται από τη διάβαση του Αχελώου (τον Πόρο της
Ρίγανης). Η ακαρνανική Μητρόπολη, που ελέγχει το πέρασμα του ποταμού, δέχεται
ανάλογα τις φιλικές ή εχθρικές διαθέσεις τους.
Τα χρόνια της Σπαρτιατικής Ηγεμονίας
(404-371 π.Χ.), υπήρξαν περίοδος ακμής για τους Ακαρνάνες. Έλεγχαν απόλυτα τον
ρου του ποταμού Αχελώου σε όλο του το μήκος και το Αγρίνιο ήταν υπό την κατοχή
τους. Ο ρόλος της Μητρόπολης διαγράφεται πρωταγωνιστικός. Οι Αιτωλοί όμως
ενοχλήθηκαν από τις επεκτατικές διαθέσεις των γειτόνων τους και ζήτησαν τη συνδρομή
των συμμάχων τους Σπαρτιατών. Ο Ξενοφώντας, στα έργα του "Ελληνικά"
και "Αγησίλαος", εξιστορεί τις δύο εκστρατείες του Σπαρτιάτη βασιλιά
Αγησιλάου στην Ακαρνανία. Το 379 π.Χ., ο Αγησίλαος έχει στρατοπεδεύσει στη
Στρατική πεδιάδα και ζητά, με πρέσβεις του, από το Κοινό των Ακαρνάνων να
συμμαχήσουν μαζί του. Ο Αγησίλαος επιδόθηκε σε αργή λεηλασία της χώρας μέχρι τη
μάχη που έδωσε στην πεδιάδα της λίμνης Αμβρακίας (Ρίβιο), όπου βρίσκονταν όλα
τα βοσκήματα των Ακαρνάνων.
Εξιστορώντας τη μάχη αυτή ο Ξενοφών
δεν αναφέρει καμία πόλη στα γύρω όρη, αντίθετα τονίζει ότι όσες φορές οι
Ακαρνάνες υποχωρούσαν βρίσκονταν σε ασφαλές μέρος. Ο Αγησίλαος δεν κατάφερε να
κυριεύσει καμία ακαρνανική πόλη, γιατί προφανώς αυτές ήταν οχυρωμένες:
"επεί δε διέβη ο Αγησίλαος πάντες
μεν οι εκ των αγρών Ακαρνάνες έφυγον εις τα άστη, πάντα δε τα βοσκήματα
απεχώρησε πόρρω, όπως μη αλίσκηται υπό του στρατεύματο"... "τάχυ γαρ
ήσαν οπότε αποχωροίεν προς τοις ισχυροίς οι Ακαρνάνες"... "προς ενίας
δε των πόλεων και προσέβαλλεν, υπό των Αχαιών αναγκαζόμενος, ου μην είλε γε
ουδεμίαν" (Ξενοφώντος, Ελληνικά Δ, 6,4 και Δ, 6,12).
Υποθέτουμε ότι η αρχαία Μητρόπολις
ήταν ένα από τα ισχυρά χωρία που αντιστάθηκαν στις επιθέσεις του. Το επόμενο
έτος ο Αγησίλαος επανήλθε και άρχισε να πολιορκεί τις ακαρνανικές πόλεις,
γεγονός που ανάγκασε τους Ακαρνάνες, για να αποφύγουν τις καταστροφές, να
συμμαχήσουν μαζί του.
Με την εμφάνιση των Μακεδόνων στα
ελληνικά δρώμενα, οι Ακαρνάνες διάκεινται φιλικά προς τον Φίλιππο και το γιό
του Αλέξανδρο, γίνονται σύμμαχοί τους, χωρίς όμως να συμμετέχουν στις πολεμικές
επιχειρήσεις τους, ούτε στην ασιατική εκστρατεία έλαβαν μέρος.
Η περίοδος των διαδόχων
χαρακτηρίζεται ως περίοδος σκληρού ανταγωνισμού των Ακαρνάνων και Αιτωλών. Οι
Ακαρνάνες συντάχτηκαν με την πολιτική του βασιλείου της Μακεδονίας, ενώ οι
Αιτωλοί ανέπτυξαν μία ανταγωνιστική προς τους Μακεδόνες αυτόνομη επεκτατική
πολιτική προς τα ανατολικά και τα δυτικά. Το 314 π.Χ. οι Αιτωλοί κατέλαβαν την
ακαρνανική πόλη Οινιάδες, γεγονός που ανάγκασε τον Κάσσανδρο, βασιλιά της
Μακεδονίας, να συνδράμει στους συμμάχους του Ακαρνάνες. Ο Κάσσανδρος, πριν
επιστρέψει στην πατρίδα του, και ενώ οι Οινιάδες παρέμεναν στην κατοχή των
Αιτωλών, προέτρεψε τους φίλους του να καταφύγουν στις μεγάλες οχυρωμένες
πόλεις. Οι Ακαρνάνες συγκεντρώθηκαν σε τρεις πόλεις στο μέσο ρου του Αχελώου:
τη Στράτο, το Αγρίνιο και τη Σαυρία. Η Μητρόπολη δεν αναφέρεται. Ίσως την
ακρόπολή της κατέχουν οι Αιτωλοί.
Τον 3ο αιώνα π.Χ. οι πόλεις του
Κοινού των Ακαρνάνων περνούν δύσκολες ώρες εξαιτίας της δημιουργίας ισχυρών
δυνάμεων στην περιοχή της Ηπείρου και της Αιτωλικής Συμπολιτείας. Το 262 π.Χ.,
υπογράφεται το Αιτωλοακαρνανικό Σύμφωνο, με το οποίο διαμελισμένη η Ακαρνανία
περιέρχεται στους Αιτωλούς και Ηπειρώτες. Η Μητρόπολις βρίσκεται υπό αιτωλική
κατοχή. Μετά το 230 π.Χ., οι Ρωμαίοι επεμβαίνουν ενεργά στα ελληνικά δρώμενα
και οι Αιτωλοί, που εκδηλώνουν φανερά τα φιλορωμαϊκά αισθήματά τους,
επιδίδονται σε επιδρομές κατά των ακρνανικών πόλεων, οι οποίες διατηρούν τη
φιλία τους με τους Μακεδόνες.
Οι επόμενες συγκεκριμένες πληροφορίες
διασώζονται από τον Πολύβιο. Στο συνέδριο της Κορίνθου, το 220 π.Χ., ο Φίλιππος
ο Ε΄ της Μακεδονίας και οι άλλοι Έλληνες αποφασίζουν την καταστροφή της
αιτωλικής δύναμης. Έτσι, το 219 π.Χ., ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος ο Ε΄ ,
με τη βοήθεια των Ακαρνάνων και των Ηπειρωτών, εισέβαλε στην αιτωλοκρατούμενη
Ακαρναία. Επί τρία χρόνια διεξάγονταν πολεμικέ επιχειρήσεις στην ανατολική
μεθόριο της Ακαρνανίας. Ο Φίλιππος, το 218 π.Χ., κατέστρεψε το Θέρμο και αφού
ελευθέρωσε τις Φοιτίες, προχώρησε προς τη Μητρόπολη, στην ακρόπολη της οποίας
είχε οχυρωθεί η αιτωλική φρουρά, δεν μπόρεσε όμως να την καταλάβει, γι' αυτό
και πυρπόλησε την Κάτω Πόλη. Στη συνέχεια διαβαίνοντας τον Αχελώο, από τον Πόρο
της Μητρόπολης, κατευθύνθηκε προς την Κωνώπη (Πολύβιος Δ, 64 και Ε, 11). Το 217
π.Χ. υπογράφηκε, από τους Αιτωλούς και τον Φίλιππο Ε΄ της Μακεδονίας, η ειρήνη
της Ναυπάκτου και τα ακαρνανικά εδάφη επιστράφηκαν στους Ακαρνάνες. Οι Αιτωλοί
όμως συμμάχησαν με τους Ρωμαίους, που τους βοήθησαν να επανακτήσουν την
Ακαρνανία. Το 212 π.Χ. με το Αιτωλορωμαϊκό Σύμφωνο, η ακαρνανική ανατολική μεθόριος
και οι πόλεις: Στράτος, Κορόντα, Μητρόπολις, Σαυρία και Οινιάδες παραχωρήθηκαν
στους Αιτωλούς.
Ο Β΄ Μακεδονικός πόλεμος έληξε με την
ήττα του Φιλίππου Ε΄, στις Κυνός Κεφαλές (197 π.Χ.)και οι Ρωμαίοι
παρουσιάστηκαν στα Ίσθμια διακηρύττοντας "ελευθερία" στις ελληνικές
πόλεις. Το 176 π.Χ., το Κοινό των Ακαρνάνων, σε έκτακτο συνέδριο, παρουσία του
ρωμαίου στρατηγού Γάιου Πόπλιου, απέρριψε ως προσβλητική την πρόταση των
Ρωμαίων να εγκατασταθούν ρωμαϊκές φρουρές στις πόλεις της ακαρνανικής
συμπολιτείας.
Με την επικράτηση των Ρωμαίων στην
Ελλάδα, όσοι από τους Ακαρνάνες δεν μετοίκησαν στη Νικόπολη (31 π.Χ.), έζησαν
ασχολούμενοι με γεωργικο-κτηνοτροφικές εργασίες.
Πηγή: Παλαιοπάνου Β. "Μνημεία και πρόσωπα της αρχαίας Ακαρνανίας"
Αξίζει στο σημείο αυτό να γίνει αναφορά στο πολύ ενδιαφέρον άρθρο του φιλολόγου Λίνου Γ. Υφαντή, σχολιάζοντας ένα χάρτη της αρχαίας Ακαρνανικής γης :
Χάρτης Αρχαίας Ακαρνανίας (1926) |
Όπως παρατηρούμε, πολύ διαφορετική ήταν η Αιτωλοακαρνανία πριν 2500 χιλιάδες χρόνια περίπου .
Το νοτιοδυτικό τμήμα της, στις σημερινές εκβολές του Αχελώου είναι τελείως διαφορετικό: Απέναντι στους σημερινούς νήσους Εχινάδες, δεν υπήρχε η σημερινή πεδινή περιοχή, αλλά αντίθετα ήταν καλυμμένη με νερό Όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο Θουκυδίδης η περιοχή των Οινιάδων το χειμώνα λίμναζε από τα νερά του Αχελώου και έκανε τη στρατοπέδευση σ’ αυτή αδύνατη. Την εποχή αυτή ο ποταμός Αχελώος λέγεται ότι ήταν πλωτός μέχρι την πόλη Στράτος.
. Η πόλη των αρχαίων Οινιαδών ήταν ένα από τα σπουδαιότερα αρχαία Λιμάνια, εγκαταστάσεις των οποίων σώζονται ακόμα και σήμερα(!). Εκεί έγινε και η ναυμαχία Αθηναίων-Μακεδόνων το 323 π.χ.
Καλυμμένη με νερό ήταν επίσης μεγάλο τμήμα της πεδινής περιοχής νότια του όρους Αράκυνθος, όπου σχηματίζονταν μικρά νησάκια. Αναφερόμαστε σε εκτάσεις πλησίον των σημερινών λιμνοθαλασσών του Αιτωλικού και του Μεσολογγίου. Αντ΄αυτού η θέση των αρχαίων πόλεων Καλυδώνα και Πλευρώνα ήταν πολύ πιο κοντά στη θάλασσα από ότι είναι σήμερα, για αυτό και είχαν τεράστια στρατηγική σημασία.
Ο χάρτης των πόλεων ήταν τελείως διαφορετικός. Από τη μια οι Ακαρνανικές πόλεις: Στη περιοχή της σημερινής Ακαρνανίας δεσπόζουν στη περιοχή της Αμφιλοχίας η Λιμναία ( ήταν πιο κοντά στη σημερινή πόλη από ότι δείχνει ο χάρτης) και το Αμφιλοχικό Άργος, η Μεδεών ( κοντά στη σημερινή Κατούνα), το Θύρρειο ( έδρα του Κοινού των Ακαρνάνων για πολλά χρόνια όπως και η αρχαία πόλη «Στράτος»), ενώ παράλληλα στις δυτικές ακτές της Ακαρνανίας από βόρεια προς νότια διακρίνονται το Ανακτόριο ( κοντά στη σημερινή Βόνιτσα), το Σόλλιον ( Πάλαιρος) η Αλυζία, ( κοντά στο σημερινό Μύτικα), ο Αστακός και φυσικά η αρχαία πόλη των Οινιαδών.
Αντίθετα στη Αιτωλία παραθαλάσσιες πόλεις στο σημερινό Πατραϊκό Κόλπο διακρίνονται: Η Πλευρώνα, η Καλυδώνα, η αρχαία Χαλκίδα ( που μέρος της είναι βυθισμένο πια στο Πατραϊκό κόλπο, η Μακύνεια και φυσικά η Ναύπακτος. Στην ενδοχώρα δεσπόζει φυσικά το Θέρμο, έδρα του Κοινού των Αιτωλών , οι παραλίμνιες πόλεις Λυσιμαχεία, Πάμφιο, Θέστιο και φυσικά το αρχαίο Αγρίνιο, το οποίο ήταν ήδη γνωστό στους αρχαιολόγους.
Αξιοσημείωτα.
Για κάποιες περιοχές οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που δεν αποτυπώνονται στο χάρτη που βλέπετε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λίμνη Βουλκαριά, κοντά στη σημερινή Βόνιτσα. Σύμφωνα με κάποιες εκδοχές η Βουλκαριά ήταν λιμνοθάλασσα εκείνη την εποχή και τα νερά της έφτανα ως τον Αμβρακικό κόλπο. Από τη σημερινή Βουλκαριά διέφυγε στην αρχαιότητα , σύμφωνα με εκτιμήσεις ιστορικών, η Κλεοπάτρα και Αντώνιος με το στόλο τους ύστερα από την ήττα του στόλου τους στο ¨Ακτιο το 31 π.χ. μέσω ενός καναλιού. Αυτό λέγεται ότι είχε διανοιχθεί με εντολή της βασίλισσας της Αιγύπτου, το οποίο ξεκίναγε από τη λίμνη και κατέληγε κοντά στη σημερινή Πάλαιρο.
Κλείνοντας αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με αρχαίους συγγραφείς η Αιτωλοακαρνανία ήταν ενωμένη στην αρχαιότητα με τη Λευκάδα. Συγκεκριμένα ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων στο έργο του «Γεωγραφικά» αποκαλεί ουσιαστικά την Λευκάδα «Χερσόνησο της Γης των Ακαρνάνων» ( Ακτήν Ηπείρον) ενώ την απέναντι απ’την Ιθάκη και την Κεφαλλονιά περιοχή ονομάζει «Ηπειρον» εννοώντας την Ακαρνανία˙
Για κάποιες περιοχές οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες. Προφανώς αυτός είναι και ο λόγος που δεν αποτυπώνονται στο χάρτη που βλέπετε.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η λίμνη Βουλκαριά, κοντά στη σημερινή Βόνιτσα. Σύμφωνα με κάποιες εκδοχές η Βουλκαριά ήταν λιμνοθάλασσα εκείνη την εποχή και τα νερά της έφτανα ως τον Αμβρακικό κόλπο. Από τη σημερινή Βουλκαριά διέφυγε στην αρχαιότητα , σύμφωνα με εκτιμήσεις ιστορικών, η Κλεοπάτρα και Αντώνιος με το στόλο τους ύστερα από την ήττα του στόλου τους στο ¨Ακτιο το 31 π.χ. μέσω ενός καναλιού. Αυτό λέγεται ότι είχε διανοιχθεί με εντολή της βασίλισσας της Αιγύπτου, το οποίο ξεκίναγε από τη λίμνη και κατέληγε κοντά στη σημερινή Πάλαιρο.
Κλείνοντας αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με αρχαίους συγγραφείς η Αιτωλοακαρνανία ήταν ενωμένη στην αρχαιότητα με τη Λευκάδα. Συγκεκριμένα ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων στο έργο του «Γεωγραφικά» αποκαλεί ουσιαστικά την Λευκάδα «Χερσόνησο της Γης των Ακαρνάνων» ( Ακτήν Ηπείρον) ενώ την απέναντι απ’την Ιθάκη και την Κεφαλλονιά περιοχή ονομάζει «Ηπειρον» εννοώντας την Ακαρνανία˙
( Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ”Ρίζα Αγρινιωτών” )
(Πηγές:Παναγιώτη Β. Ζώγα: «Από την Μητρόπολη της αρχαίας Ακαρνανίας μέχρι την Παλαιομάνινα». Δημήτρη Λ. Στεργίου: « Η Παλαιομάνινα από τα βάθη των αιώνων έως σήμερα»)
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΟΧΗ
Ερειπωμένη εκκλησία στο βελανιδοδάσος Παλαιομάνινας |
"Εκείθεν (δηλ εκ Κερκυρας) υπάρχει ταξίδιον δύο ημερών μέχρι της χώρας της Λάρτας, όπου άρχονται αι κτήσεις του Μανουήλ ηγεμόνος των Ελλήνων. Είναι φρούριον περιλαμβάνον μέχρις εκατόν Ιουδαίων, επι κεφαλής των οποίων ευρίσκονται οι ραββίνοι Σελαχίας και Ηρακλής. Εκείθεν (δηλ εκ Λάρτας) χρειάζεται κανείς δυο ημέρας μέχρι του αφίλου (πρόκειται αναμφιβόλως περί πλόλεως Αχελώου) φρούριον επι τον οποίον ευρίσκονται περίπου τριάκοντα Ιουδαίοι, έχοντας επικεφαλής το ραββίνον Σαββατάϊ. Εκείθεν (δηλ εξ Αχελώου) χρειάζεται ημίσειαν ημέραν μέχρις Ανατολικού , το οποίον κείται επί "βραχίονος θαλάσσης". Εντός μιας ημέρας μεταβαίνει εκείθεν εις Πάτρας".
Η αναφερόμενη από τον Βενιαμίν εκ Τουδέλης πόλη του αχελώου ταυτίζεται με την Παλαιομάνινα για τους ακόλουθους λόγους:
1. ο Βενιαμίν εκ Τουδέλης αναφέρει ότι η πόλη του Αχελώου ήταν φρούριο (οχυρωμένη) και παρά τον Αχελώο, στοιχεία που συγκεντρώνει μόνο σχεδόν η Παλαιομάνινα.
2. στην ακρόπολη υπάρχει μια δίδυμη βυζαντινή υδατοδεξαμενή με εκπληκτική, για την εποχή εκείνη, μόνωση, που σημαίνει, ότι κατοικούνταν κατά την περίοδο αυτή
3. τα τείχη της ακρόπολης της Παλαιομάνινας έχουν επιδιορθωθεί με ασβεστολάσπη, πρακτική που εφαρμοζόταν μόνο κατά τη Βυζαντινή Εποχή
4. οι χρονομετρικές αποστάσεις δικαιολογούν τη θέση της πόλης του Αχελώου στην Παλαιομάνινα
5. η περιοχή είναι γεμάτη από βυζαντινές εκκλησίες και ξωκκλήσια, από τα οποία τα περισσότερα είναι σήμερα ερειπωμένα
6. όπως επισημαίνει ο Μιχαήλ Δένδιας στα "Ηπειρωτικά Χρονικά" η πόλη του Αχελώου ήταν ακαρνανική.
Πηγή: Δ Στεργίου, (Εφημερίδα "Παλαιομάνινα", Αρ. Φύλ 8, 2011)
ΕΠΟΧΗ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η "Κούλια" της Παλαιομάνινας |
Λίγα είναι γνωστά για την εποχή της Τουρκοκρατίας παρότι υπάρχουν μαρτυρίες για κατοίκηση του χωριού στην περιοχή "Παζαράκι" νοτιοανατολικά του χωριού. Προς την ίδια κατεύθυνση αλλά πιο ανατολικά μέσα στο βελανιδοδάσος υπάρχουν και σήμερα σε ιδιόκτητη γη ερείπια ενός οικήματος που ονομάζεται από τους ντόπιους "κούλια" ή "κούλα" της Παλαιομάνινας δηλαδή του αρχοντικού Τούρκου Αγά ή Διοικητή. Δίπλα στην κούλια διακρίνεται μικρός οικισμός μάλλον από τους εργάτες και υπαλλήλους του αγά. Ο ιδιοκτήτης της κούλιας της Παλαιομάνινας θεωρείται ότι ήταν ο Ισμαήλ Αγάς ο οποίος πρέπει να ήταν σύγχρονος του Γιακούμπ Αγά της Πενταλόφου (τότε Ποδολοβίτσα) και κατείχε σημαντικό αριθμό στρεμμάτων στη γύρω περιοχή. Η θέα από την κούλια αυτή είναι πανοραμική, εκπληκτική και εκτείνεται από την πόλη του Αγρινίου έως και το Αιτωλικό (περιλαμβανομένης και της περιοχής Μίλα Παλαιομάνινας). Επίσης την ίδια περίοδο αναφέρεται (βλ δημοσίευμα Καθημερινής παραπάνω) ότι πρέπει να υπήρχε πλησίον της κοίτης του ποταμού στη θέσιν Μίλα μικρό χωριό "καταστραφέν πιθανώς κατά τους αγώνας του 1821".
ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ
Άποψη του χωριού από νοτιοανατολική θέση |
Τμήμα της παραχελωίτιδας πεδιάδας (από τα αρχαία τείχη) |
Σύμφωνα με τον Α. Κουκούδη το χωριό όπως και τα διπλανά λατινόφωνα χωριά (Στράτος, Όχθεια, Αγράμπελη, Γουριώτισσα, Στρογγυλοβούνι και Μάνινα Βλιζιανών) δημιουργήθηκε σταδιακά από το 1840 έως το 1870 από πληθυσμούς Αρβανιτοβλάχων που κατοικούσαν στο Μπιτσικόπουλο (στη σημερική συνοριακή γραμμή Ελλάδας Αλβανίας). Το 1840 μετά από ληστρικές επιθέσεις Τουρκαλβανών έφυγαν για μεγαλύτερη ασφάλεια στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος μετακινούμενοι σε μια ευρεία περιοχή της Δυτικής Ελλάδας φτάνοντας ως τις εκβολές του Αχελώου. Σύμφωνα με άρθρο στο περιοδικό "Πανδώρα" περίπου το 1856, οι Καραγκόύνηδες της Αιτωλοακαρνανίας αριθμούσαν 2000 άτομα και είχαν 100.000 πρόβατα που απέφεραν στο ελληνικό δημόσιο το σημαντικό φορολογικό έσοδο των 20.000 δραχμών. ("Περί Καραγκούνηδων", τόμος ΙΗ΄, φύλλο 467, 1867). Το 1860-6 αναφέρεται το χωριό με το όνομα Μίλα ενώ η πρώτη αναφορά στο όνομα Παλαιομάνινα γίνεται το 1879. Η παλιά εκκλησία του χωριού που γκρεμίστηκε έφερε μια επιγραφή στη μετώπη με έτος ανέγερσης το 1866. Στη αρχή το χωριό ήταν γνωστό ως ΚΟΥΤΣΟΜΠΙΝΑ από το όνομα των αρχιτσέλιγκων της περιοχής (Θύμιου και Νικου Κουτσουμπίνα) αν και ένα μέρος του χωριού (νοτιοανατολικό τμήμα) ήταν γνωστό και ως ΠΑΣΤΕΪΚΑ (από το όνομα άλλου αρχιτσέλιγγα της περιοχής).
Μέχρι το 1912 το χωριό υπαγόταν στο δήμο Οινιάδος ενώ μέχρι το 1998 αποτελούσε κοινότητα. Από το 1998 η Παλαιομάνινα αποτελεί τμήμα του Δήμου Αστακού, έχει σύμφωνα με την τελευταία απογραφή (2001) 888 κατοίκους και διαθέτει Νηπιαγωγείο, Δημοτικό και Γυμνάσιο.
Aξιοθέατα του χωριού θεωρούνται:
1) Τα πάρα πολλά πετρόκτιστα σπίτια πολλά από τα οποία βρίσκονται σε συστοιχία, καθώς και τα ιδιόμορφα στενά σοκάκια ,
2) τα όμορφα ξωκκλήσια του Αγίου Νικολάου με την πανοραμική θέα, του Αγίου Γεωργίου στην ακροποταμιά και της Αγίας Παρασκευής που θεωρείται θαυματουργή (βλ εκκλησίες)
3) η μικρή σπηλιά της "γκούβα α φούρου",
4) η ακροποταμιά που είναι σχεδόν σε όλο το μήκος της καταπράσινη,
5) διαδρομές στο μοναδικό Βελανιδοδάσος του Ξηρομέρου που θεωρείται μοναδικό για την περιοχή των βαλκανίων
6) αρχαιοελληνικά μνημεία πολύ κοντά στο χωριό (κυκλώπεια τείχη, πύργοι, πύλες, πέτρινη στέρνα) τα οποία αναδεικνύονται αλλά και εμπλουτίζονται συνεχώς υπό την επίβλεψη του αρχαιολόγου καθ. κ Λαμπρινουδάκη
7) ύπαρξη αρχαίων πίθων υπόγειων με άγνωστη χρήση (ίσως ως ψυγεία ή στην εφαρμογή βυρσοδεψίας) στη θέση Γούβες (βρίσκεται σε ιδιόκτητη γη)
8) το τεχνολογικό μουσείο "Μύλος" ή "Μόρα" με θέμα σιτάρι-αλεύρι-ψωμί (υπό διαμόρφωση)
9) Το λαογραφικό Μουσείο στη παλιό κτίριο του Τυροκομείου (υπό διαμόρφωση).
8) το τεχνολογικό μουσείο "Μύλος" ή "Μόρα" με θέμα σιτάρι-αλεύρι-ψωμί (υπό διαμόρφωση)
9) Το λαογραφικό Μουσείο στη παλιό κτίριο του Τυροκομείου (υπό διαμόρφωση).
Ιδιαίτερα σημαντικό για το συγκεκριμένο χωριό των Ριμένων είναι ότι η Παλαιομάνινα διατηρεί ακόμα και σήμερα στην καθημερινότητα των ανθρώπων της έθιμα με παράδοση αιώνων, που αφορούν κυρίως το γάμο, καθώς και τη λατινόφωνη διάλεκτο γνωστή στην επιστημονική βιβλιογραφία ως γλώσσα των "Aromuns" δηλαδή Αρμάνων.
ΤΙ ΑΝΑΦΕΡΟΥΝ ΞΕΝΟΙ ΠΕΡΙΗΓΗΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΛΑΙΟΜΑΝΙΝΑ
(Τα παρακάτω αποσπάσματα είναι προϊόν μεταφοράς από τη βιβλιογραφία των Παλαιομανιωτών Συγγραφέων Δ. Στεργίου (δημοσιογράφο) και Π. Ζώγα (μεταφραστή).
Ο Γουλιέλμος Ληκ (W Leake στο έργο του "Taξίδια εις την Βόρειο Ελλάδα" γράφει για το ταξίδι του στην Παλαιομάνινα το οποίο πραγματοποιήθηκε τη 19η Μαρτίου του 1809 με πολυάριθμη ακολουθία από ανθρώπους και υποζύγια.
Αφού γευματίσαμε με κάτι εφόδια που φέραμε απ΄το Μαχαλά, κατά τον τρόπο των κλεφτών, για τους οποίους μας νόμισαν (οι καλόγεροι), κατεβήκαμε μέσα από τα δάση βελανιδιάς μεταξύ των οποίων υπάρχουν και μερικά σιταροχώραφα και λίγα άλογα ανήκοντα στο μοναστήρι και πέσαμε στον κατ΄ ευθεία δρόμο από Σκορτού για Πρόδρομο. Περάσαμε ανάμεσα από μερικά μεγάλα κοπάδια προβάτων που τα φυλάγουν «Βλάχοι Καραγκούνηδες» της Πινδου και φθάσαμε στον Πρόδρομο στις 4.30΄ μμ.
20 Μαρτίου 1809: Απ΄ τον Πρόδρομο ως την «Ποδολοβίτσα» η απόσταση διανύθηκε σε 4 ώρες και 7 λεπτά, με τους Αλβανούς πεζούς. Ξεκινήσαμε στις 9.25 ανεβήκαμε στο διάσελο πίσω του Προδρόμου και σε λιγότερο μισής ώρας φθάσαμε στην κορυφή της βουνοσειράς, που μπροστά μας ξανοίγεται απέραντο δάσος βελανιδιών, ενδιαίτημα Κλεφτών και καραγκούνηδων με τα κοπάδια τους, διασχιζόμενο με στριφογυρίζοντα μονοπάτια , δύσκολα για άλογα και μάλιστα μ΄αποσκευές. Καλείται δάσος της «Μάνινας». Πήρα ένα μονοπάτι προς τα αριστερά του κατ΄ευθείαν δρόμου με σκοπό να βρω πέρασμα για επίσκεψη μερικών αρχαίων ερειπίων στην όχθη του Άσπρου που καλούνται «Παλαιά Μάνη». Στο διάστημα μιας στάσης που κάναμε -απ΄ τις 11.40΄έως τις 12.30΄- να γευματίσουμε σένα πηγάδι καταμεσής του δάσους και σε μικρό ξέφωτο , πέρασαν μερικές οικογένειες καραγκούνηδων. Αποτελούτανε κυρίως από απιδιά και γυναίκες , οι οποίες βαδίζανε στα πλάγια των φορτηγών ζώων φορτωμένων με σκηνές, σιτηρά, κριθάρι και όλα τα σπιτικά χρειώδη. Τα νήπια ήταν σε κούνιες κρεμασμένες στις πλάτες τους, με τα σώματα κυρτά από το βάρος, αλλά το βήμα τους ήταν ταχύ. Έσερναν από ένα άλογο, ή τα σχοινιά από δύο τρία και ταυτόχρονα ήταν απασχολημένες στο γνέσιμο του μαλλιού.
Για την «Αυλόπορτα» και την αρχαία τοποθεσία ο Ληκ γράφει, μεταξύ πολλών άλλων, τα εξής:«…Όπως και με τα ερείπια της Στράτου, μια από τις πύλες βρίσκεται πολύ κοντά στον Αχελώο, σε ένα παρακλάδι του ποταμού που διαχωρίζεται από την κυρίως κοίτη. Η πύλη έχει πλάτος 8 ποδών (σημείωση:2,44 μέτρα), αλλά στενεύει όσο πλησιάζει προς την κορυφή. Αποτελείται από δύο αντιδιαμετρικά τοποθετημένους λίθους, τοξωτούς, οι οποίοι δεν εφάπτονται, αλλά καλύπτονται από ένα τετράπλευρο λίθο, μήκους 10 ποδών (3,04 μέτρα), ύψους 3 και 1/4 ποδών (0,99 μέτρα), ενώ το χαμηλότερο σημείο είναι 2 και 1/4 ποδών (0,68 μέτρα)…
Σχεδόν απέναντι από τον πύργο, μια μικρή πύλη οδηγεί στον κεντρικό περιτειχισμένο χώρο της πόλης ή του οχυρού. Η εσωτερική πύλη βρίσκεται σε μια πλαγιά. Οι πέτρινοι λίθοι πάνω από την πύλη προεξέχουν. Ο ένας είναι πάνω από τον άλλο, σαν να σχηματίζουν ανεστραμμένο σκαλοπάτι. Ίσως και να υπάρχει ή να υπήρχε και κάτω σκαλοπάτι επικοινωνίας, το οποίο τώρα να είναι θαμμένο στη γη και στα ερείπια. Οι ντόπιοι ονομάζουν την εξωτερική πύλη “Αυλόπορτα”, γιατί στην πραγματικότητα είναι η είσοδος σε ένα είδος αυλής ή θαλάμου του οχυρού, το οποίο αποτελούσε μια καλή προστασία για την εσωτερική πύλη. Δεν έχω δει αλλού κάποιο παρόμοιο δείγμα αμυντικών έργων…»
«… Από την σωτερική πύλη, τα δύο τείχη του κεντρικού περιτειχισμένου χώρου ανεβαίνουν σε μια μικρή τετράγωνη ακρόπολη στην κορυφή του λόφου. Το ένα τείχος στα δεξιά ανεβαίνει απ΄ ευθείας, ενώ το αριστερό όχι και τόσο (διαμορφώνει μια καμπύλη). Πάντως, και τα δύο τείχη καμπυλώνουν στην εξωτερική τους πλευρά. Η ακρόπολη έχει έναν εξωτερικό χώρο περιτριγυρισμένο από πύργους…»
«…Τα αρχικά τείχη έχουν σε μερικά σημεία πλάτος 11 ποδών (3,35 μέτρα), αλλά είναι φτιαγμένα στη μέση από χαλίκια (μικρές πέτρες), ενώ εξωτερικά καλύπτονται από κονίαμα. Ανάμεσα στις μεταγενέστερες προσθήκες βρίσκονται τα υπολείμματα ενός πύργου στο χαμηλότερο σημείο της ακρόπολης, από τον οποίο έχουν διασωθεί 10 ή 12 σειρές της κανονικής τειχοποιίας στη μια πλευρά, καθώς και ένα μικρό τμήμα της γειτονικής πλευράς. Εδώ το τείχος αποτελείται από λίθους πάχους όχι περισσότερο των 2,5 - 3 ποδών (0,76 - 0,91 μέτρα). Σε αυτά τα τμήματα της τειχοποιίας, τα οποία έχουν διασωθεί, υπάρχει, στο μέσον περίπου, ένα άνοιγμα, το οποίο προεξέχει μερικά εκατοστά. Μια παρόμοια προεξοχή υπάρχει και στη βάση του τείχους.
Το αμυντικό σύστημα της ακρόπολης στη χαμηλότερη πλευρά προς την πόλη αποτελείται μερικώς από ένα κατακόρυφο σκάψιμο στο βράχο, πάνω στο οποίο έχει χτισθεί ένα τείχος που περιλαμβάνει ακανόνιστους λίθους. Αυτοί εφαρμόζουν ακριβώς, τόσο μεταξύ τους όσο και στο βράχο. Τα ερείπια δεν είναι σε κανένα σημείο πάνω από 8 ή 10 ποδών ψηλά (2,43 - 3,0 μέτρα), εκτός από την “Αυλόπορτα”. Ο εσώκλειστος χώρος είναι τόσο απότομος, ώστε κάποιος εκπλήσσεται με την ιδέα ότι κατοικούνταν κάποτε. Δεν έχουν βρεθεί όμως τα θεμέλιά του.Το μέγιστο μήκος από την ακρόπολη έως την “Αυλόπορτα” είναι 600 υαρδών (548,4 μέτρα)…»
Ο Γάλλος Ο. Heuzey (Εζέ) γράφει στο βιβλίο του Le mont Olympe et l’ Acarnanie (Παρίσι 1860) στο κεφάλαιο «Les Valaques en Acarnanie» :
Μέσα στο κανονικό πληθυσμό της Ακαρνανίας υπάρχει ένας αριθμός Βλάχων, οι οποίοι τον χειμώνα διαμένουν-ξεχειμωνιάζουν με τα κοπάδια τους στο δάσος και το καλοκαίρι επιστρέφουν στα βουνά των Αγράφων. Όμως τα εθίματά τους διαφέρουν αυτών των γύρω κατοίκων και αποτελούν αντικείμενο μελέτης. Οι περισσότεροι κατοικούν στην Ήπειρο και Θεσσαλία.
Μια μερίδα αυτών κατοικεί στο Ξηρόμερο, μάλιστα κοντά στον Αχελώο και στο δάσος της Μάνινας. Τους ονομάζουν Καραγκούνηδες από την τουρκική λέξη «καρά=μαύρο και από το ένδυμα «γκούνα» στη βλάχικη γλώσσα) και Αρβανιτόβλαχους, διότι τα παλαιότερα χρόνια κατοικούσαν στην Βόρειο Ήπειρο, ή σημερινή νότια Αλβανία. Υπάρχουν και άλλες νομάδες Βλάχων αυτών, των Σαρακατσανέων, οι οποίοι μιλούν μόνο ελληνικά και διαμένουν στο Βάλτο. Οι Καραγκούνηδες μιλούν τρεις γλώσσες , τη βλάχικη ή Αρωμάνικη, τα ελληνικά και τα αρβανίτικα. Είναι ένας πληθυσμός ο οποίος παλιά ήταν τρίγλωσσος. Οι Καραγούνηδες διαμένουν σε οικισμούς, οι οποίοι αποτελούνται από 50 έως 100 οικογένειες. Καθένας από τους συνοικισμούς σχηματίζουν ανεξάρτητα από τους άλλους μαζί με τα κοπάδια τους μια στάνη. Στην Ακαρνανία υπάρχουν 12 τέτοιες στάνες. Οι δε Βλάχοι-Καραγκούνηδες αριθμούν σ΄αυτή την περιφέρεια σε 800 οικογένειες. Ο βοσκός Καραγκούνης διαμένει όλες τις εποχές έξω (στη φύση), δηλ είναι ξωμάχος, χωρίς κάλυμμα, τον χειμώνα στα χιόνια, το φθινόπωρο στην βροχή και όλην την νύχτα. Η μόνη προστασία του (σά υτές τις καιρικές συνθήκες) είναι μια μάλλινη κάπα, η χλαίνη, η οποία (είναι χειροποίητη) γίνεται από πυκνή ύφανση, την οποία φορούν από την εποχήν του Ομήρου. «αμφί δε χλαίναν εέσσατ’ αλεξάνεμον, μάλα πυκνήν» (Οδυς. ΧΙΩ, 530).
O Εζέ επίσης αναφέρεται και στην «Αυλόπορτα» τα τείχη και την ακρόπολη της αρχαίας πόλης της Παλαιομάνινας ως εξής:«..Στην άκρη της μύτης, που κατεβαίνει προς τον ποταμό, βρίσκεται η μνημειώδης πύλη που οι χωρικοί την ονομάζουν «Αυλόπορτα» και που αναφέρεται ήδη από τον συνταγματάρχη Ληκ σαν ένα από τα πιο εντυπωσιακά μνημεία της Ελλάδος. Αυτή σχηματίζει, μαζί με τα έργα που συνδέονται μαζί της, ένα είδος εισόδου που θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν πέμπτο οχυρωματικό έργο. Αντί να «κοιτάζει» προς την όχθη του Αχελώου, είναι στραμμένη προς το πλάι και «κοιτάζει» προς το νότο. Μια χοντρή και ακανόνιστη ελληνική κατασκευή, με τεράστιους λίθους, βγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι σαν ένας τεράστιος πύργος, μέσα στον οποίο έχουν ανοίξει ένα πέρασμα πλάτους 2,45 μέτρων και βάθους 11,25 μέτρων. Η πόρτα, ύψους 4,35 μέτρων έχει ένα ημικύκλιο σαν τις μικρές πόρτες του Καραβασαρά (σημείωση: Αμφιλοχία) και του Σωροβιγλίου (σημείωση: Στράτος). Δηλαδή, ο θόλος (τόξο) της φαίνεται μόνο με δύο λίθους που πλησιάζουν και που σχηματίζουν ένα ημικύκλιο. Η διευθέτηση αυτή είναι εύκολο να γίνει, όταν είναι μικρή η κλίμακα. Αλλά ο ταξιδιώτης, που θα βρεθεί ξαφνικά μπροστά σε αυτά τα μνημεία, αφού θα έχει περάσει μέσα από τις βελανιδιές και αναρριχώμενα φυτά, θα εκπλαγεί βλέποντας να στρογγυλεύει πάνω από το κεφάλι του το τόξο μιας μεγάλης πύλης με δύο απλώς λίθους. Παρά τις κολοσσιαίες διαστάσεις των λίθων, που χρησιμοποίησαν, οι εργάτες δεν μπόρεσαν να τις ταιριάξουν: χρειάστηκε, για να κρατηθεί και να ολοκληρωθεί το τόξο, να μπει και ένα πρέκι μήκους τριών μέτρων, το οποίο ακόμα βρίσκεται εκεί. Αναμφίβολα, χρειάζεται στην τοποθέτηση των λίθων και στην ισορροπία μιας σειράς από πέτρες που τοποθετούνται στο χώρο, πολύ περισσότερη επιστήμη και τέχνη απ' ό,τι σε μια χονδροειδή απομίμηση που καταργεί κάθε κατασκευαστική δυσκολία. Ωστόσο, όταν βλέπουμε το τόξο αυτό που σχηματίζεται από δύο κομμάτια, δεν μπορούμε να μη θαυμάσουμε την, δεν ξέρω και εγώ, δεξιοτεχνία ή την τόλμη, όταν δεν διαθέτεις την τέχνη, που είναι ακριβώς και η τέχνη των πρωτόγονων ή άξεστων λαών. Ο ίδιος ο χονδροειδής χαρακτήρας των υλικών και η αδεξιότητα στην εκτέλεση, οι ακανόνιστες πέτρες, ο κύκλος που είναι άσχημα σχεδιασμένος, προσθέτουν αυτή τη συνολική εντύπωση και ενισχύουν το παράξενο θέαμα.
Κατά τα άλλα, η «Πόρτα» στο Παλαιό-Μάνι, με τα υπόλοιπα έργα που την περιβάλλουν, είναι ίσως λιγότερο παλαιά από τα κυκλώπεια τείχη των οχυρών. Οι Ακαρνάνες, υιοθετώντας τις στρογγυλές αυτές μορφές για τη στρατιωτική τους αρχιτεκτονική, δεν προσέθεσαν πολύ μεγαλύτερη λεπτότητα ή φροντίδα απ' ό,τι στο παρελθόν: εξακολουθούσαν να έχουν την επιβλητική σταθερότητα, έστω και πιο άγρια και πιο μαζική, των πρώτων χρόνων. Εδώ, όπως και στις πιο μικρές πόρτες του Καραβασαρά, το τόξο, που διακρίνεται μόνο από τα έξω, δεν συνεχίζει στο εσωτερικό της οικοδομής. Το πλατύ πέρασμα, που ακολουθεί την πόρτα, ήταν σκεπασμένο από μια σειρά τεράστιων και ίσων λίθινων τεμαχίων Δύο από αυτά συνεχίζουν και υπάρχουν και σήμερα στη θέση τους. Το δεύτερο είναι μόλις 2,15 μέτρων από το έδαφος, περίπου στο ήμισυ του ύψους του πρώτου: είναι προφανές ότι το πέρασμα κόνταινε απότομα προς το μέσον του.
Όταν έχει περάσει κανείς την πόρτα, βρίσκεται κλεισμένος μέσα σε ένα μικρό οχυρό σε σχήμα ακανόνιστου τετραγώνου, που είναι μάλλον μακρύ, παρά πλατύ. Η μόνη είσοδος από αυτό το είδος της πύλης στο πρώτο οχυρό της πόλης είναι μια μικρή πόρτα πλάτους μόλις 1,40 μέτρων. Καθώς το έδαφος αρχίζει να υψώνεται αρκετά γρήγορα, η πόρτα αυτή υψώνεται και αυτή ακολουθώντας το πάχος του τείχους. Οι τέσσερις ίσοι λίθοι, που την καλύπτουν, σχηματίζουν το καθένα μια μύτη (εξοχή) και είναι βαλμένα σαν τα σκαλοπάτια μιας ανάποδης σκάλας. Ίσως αν έσκαβε κανείς να έβρισκε και στο δάπεδο τέσσερα αντίστοιχα σκαλοπάτια. Να, μια ιδιαίτερα άβολη είσοδος για πόλη: και μόνο με αυτή την ένδειξη μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο απλή και πρωτόγονη ήταν η ζωή των κατοίκων. Έτσι, η μεγάλη πόρτα που είχαν κατασκευάσει ήταν απλώς για τα μάτια: δεν μπορούσαν να μπουν στο οχυρό τους ούτε με αμάξια ούτε με τα ζώα, αν κουβαλούσαν πράγματα. Ένας έφιππος ήταν αναγκασμένος να κατέβει στο έδαφος. Όλα θυσιάζονταν για την ασφάλεια του χώρου, που μοιάζει μάλλον να ήταν για να μπορεί να αμυνθεί κανείς παρά για να χρησιμοποιηθεί για την επιβίωσή του. Αναρωτιέται μάλιστα κανείς πώς μπορούσαν, σε μια επείγουσα στιγμή, να βάλουν μέσα τις σοδιές τους, τα κοπάδια τους και τα εργαλεία τους…»
«..Η ακρόπολη σχηματίζει πάνω στο οροπέδιο, που κοσμεί από μακριά τις όχθες του Αχελώου, ένα ακανόνιστο τετράγωνο με πύργους στην άκρη του. Πίσω από την ακρόπολη και στο ίδιο επίπεδο, ένα γκρεμισμένο τείχος περιβάλλει έναν ολόκληρο χώρο, όπου βρίσκει κανείς εδώ και εκεί ίχνη αρχαίων σπιτιών. Τέλος, το κύριο οχυρό, που μετράει για δύο, γιατί χωρίζεται με ένα παχύ εσωτερικό τείχος, κατεβαίνει το βουνό σε ένα έδαφος γεμάτο δέντρα και βράχους. Η γενική του μορφή μοιάζει με γωνία ή με τρίγωνο, του οποίου η βάση στηρίζεται στα βουνά και που επεκτείνεται με μια μακριά μύτη έως την ίδια την όχθη του ποταμού. Το διπλό αυτό τείχος, μάλιστα, μοιάζει πολύ παλαιό και είναι εντυπωσιακό, εξαιτίας της μοναδικής του διευθέτησης, με τους τεράστιους λίθους που το αποτελούν, το πάχος των τειχών του, την αμυντική αξία τους, που εντοπίζεται αποκλειστικά στην ιδιομορφία των γραμμών του, τη σκληρότητα του εδάφους, που δεν ισοπεδώθηκε και που ποτέ δεν μπόρεσε να φιλοξενήσει παρά φτωχικά καλύβια. Ένας πληθυσμός άγριος και πολεμοχαρής άφησε τα σημάδια του σε αυτές τις κατασκευές, που μοιάζουν να έχουν γίνει αποκλειστικά για να κρατήσουν μακριά τον εχθρό, χωρίς να νοιάζεται για τη διευκόλυνσή του…»
Μια μερίδα αυτών κατοικεί στο Ξηρόμερο, μάλιστα κοντά στον Αχελώο και στο δάσος της Μάνινας. Τους ονομάζουν Καραγκούνηδες από την τουρκική λέξη «καρά=μαύρο και από το ένδυμα «γκούνα» στη βλάχικη γλώσσα) και Αρβανιτόβλαχους, διότι τα παλαιότερα χρόνια κατοικούσαν στην Βόρειο Ήπειρο, ή σημερινή νότια Αλβανία. Υπάρχουν και άλλες νομάδες Βλάχων αυτών, των Σαρακατσανέων, οι οποίοι μιλούν μόνο ελληνικά και διαμένουν στο Βάλτο. Οι Καραγκούνηδες μιλούν τρεις γλώσσες , τη βλάχικη ή Αρωμάνικη, τα ελληνικά και τα αρβανίτικα. Είναι ένας πληθυσμός ο οποίος παλιά ήταν τρίγλωσσος. Οι Καραγούνηδες διαμένουν σε οικισμούς, οι οποίοι αποτελούνται από 50 έως 100 οικογένειες. Καθένας από τους συνοικισμούς σχηματίζουν ανεξάρτητα από τους άλλους μαζί με τα κοπάδια τους μια στάνη. Στην Ακαρνανία υπάρχουν 12 τέτοιες στάνες. Οι δε Βλάχοι-Καραγκούνηδες αριθμούν σ΄αυτή την περιφέρεια σε 800 οικογένειες. Ο βοσκός Καραγκούνης διαμένει όλες τις εποχές έξω (στη φύση), δηλ είναι ξωμάχος, χωρίς κάλυμμα, τον χειμώνα στα χιόνια, το φθινόπωρο στην βροχή και όλην την νύχτα. Η μόνη προστασία του (σά υτές τις καιρικές συνθήκες) είναι μια μάλλινη κάπα, η χλαίνη, η οποία (είναι χειροποίητη) γίνεται από πυκνή ύφανση, την οποία φορούν από την εποχήν του Ομήρου. «αμφί δε χλαίναν εέσσατ’ αλεξάνεμον, μάλα πυκνήν» (Οδυς. ΧΙΩ, 530).
O Εζέ επίσης αναφέρεται και στην «Αυλόπορτα» τα τείχη και την ακρόπολη της αρχαίας πόλης της Παλαιομάνινας ως εξής:«..Στην άκρη της μύτης, που κατεβαίνει προς τον ποταμό, βρίσκεται η μνημειώδης πύλη που οι χωρικοί την ονομάζουν «Αυλόπορτα» και που αναφέρεται ήδη από τον συνταγματάρχη Ληκ σαν ένα από τα πιο εντυπωσιακά μνημεία της Ελλάδος. Αυτή σχηματίζει, μαζί με τα έργα που συνδέονται μαζί της, ένα είδος εισόδου που θα μπορούσε να θεωρηθεί και σαν πέμπτο οχυρωματικό έργο. Αντί να «κοιτάζει» προς την όχθη του Αχελώου, είναι στραμμένη προς το πλάι και «κοιτάζει» προς το νότο. Μια χοντρή και ακανόνιστη ελληνική κατασκευή, με τεράστιους λίθους, βγαίνει προς αυτή την κατεύθυνση. Είναι σαν ένας τεράστιος πύργος, μέσα στον οποίο έχουν ανοίξει ένα πέρασμα πλάτους 2,45 μέτρων και βάθους 11,25 μέτρων. Η πόρτα, ύψους 4,35 μέτρων έχει ένα ημικύκλιο σαν τις μικρές πόρτες του Καραβασαρά (σημείωση: Αμφιλοχία) και του Σωροβιγλίου (σημείωση: Στράτος). Δηλαδή, ο θόλος (τόξο) της φαίνεται μόνο με δύο λίθους που πλησιάζουν και που σχηματίζουν ένα ημικύκλιο. Η διευθέτηση αυτή είναι εύκολο να γίνει, όταν είναι μικρή η κλίμακα. Αλλά ο ταξιδιώτης, που θα βρεθεί ξαφνικά μπροστά σε αυτά τα μνημεία, αφού θα έχει περάσει μέσα από τις βελανιδιές και αναρριχώμενα φυτά, θα εκπλαγεί βλέποντας να στρογγυλεύει πάνω από το κεφάλι του το τόξο μιας μεγάλης πύλης με δύο απλώς λίθους. Παρά τις κολοσσιαίες διαστάσεις των λίθων, που χρησιμοποίησαν, οι εργάτες δεν μπόρεσαν να τις ταιριάξουν: χρειάστηκε, για να κρατηθεί και να ολοκληρωθεί το τόξο, να μπει και ένα πρέκι μήκους τριών μέτρων, το οποίο ακόμα βρίσκεται εκεί. Αναμφίβολα, χρειάζεται στην τοποθέτηση των λίθων και στην ισορροπία μιας σειράς από πέτρες που τοποθετούνται στο χώρο, πολύ περισσότερη επιστήμη και τέχνη απ' ό,τι σε μια χονδροειδή απομίμηση που καταργεί κάθε κατασκευαστική δυσκολία. Ωστόσο, όταν βλέπουμε το τόξο αυτό που σχηματίζεται από δύο κομμάτια, δεν μπορούμε να μη θαυμάσουμε την, δεν ξέρω και εγώ, δεξιοτεχνία ή την τόλμη, όταν δεν διαθέτεις την τέχνη, που είναι ακριβώς και η τέχνη των πρωτόγονων ή άξεστων λαών. Ο ίδιος ο χονδροειδής χαρακτήρας των υλικών και η αδεξιότητα στην εκτέλεση, οι ακανόνιστες πέτρες, ο κύκλος που είναι άσχημα σχεδιασμένος, προσθέτουν αυτή τη συνολική εντύπωση και ενισχύουν το παράξενο θέαμα.
Κατά τα άλλα, η «Πόρτα» στο Παλαιό-Μάνι, με τα υπόλοιπα έργα που την περιβάλλουν, είναι ίσως λιγότερο παλαιά από τα κυκλώπεια τείχη των οχυρών. Οι Ακαρνάνες, υιοθετώντας τις στρογγυλές αυτές μορφές για τη στρατιωτική τους αρχιτεκτονική, δεν προσέθεσαν πολύ μεγαλύτερη λεπτότητα ή φροντίδα απ' ό,τι στο παρελθόν: εξακολουθούσαν να έχουν την επιβλητική σταθερότητα, έστω και πιο άγρια και πιο μαζική, των πρώτων χρόνων. Εδώ, όπως και στις πιο μικρές πόρτες του Καραβασαρά, το τόξο, που διακρίνεται μόνο από τα έξω, δεν συνεχίζει στο εσωτερικό της οικοδομής. Το πλατύ πέρασμα, που ακολουθεί την πόρτα, ήταν σκεπασμένο από μια σειρά τεράστιων και ίσων λίθινων τεμαχίων Δύο από αυτά συνεχίζουν και υπάρχουν και σήμερα στη θέση τους. Το δεύτερο είναι μόλις 2,15 μέτρων από το έδαφος, περίπου στο ήμισυ του ύψους του πρώτου: είναι προφανές ότι το πέρασμα κόνταινε απότομα προς το μέσον του.
Όταν έχει περάσει κανείς την πόρτα, βρίσκεται κλεισμένος μέσα σε ένα μικρό οχυρό σε σχήμα ακανόνιστου τετραγώνου, που είναι μάλλον μακρύ, παρά πλατύ. Η μόνη είσοδος από αυτό το είδος της πύλης στο πρώτο οχυρό της πόλης είναι μια μικρή πόρτα πλάτους μόλις 1,40 μέτρων. Καθώς το έδαφος αρχίζει να υψώνεται αρκετά γρήγορα, η πόρτα αυτή υψώνεται και αυτή ακολουθώντας το πάχος του τείχους. Οι τέσσερις ίσοι λίθοι, που την καλύπτουν, σχηματίζουν το καθένα μια μύτη (εξοχή) και είναι βαλμένα σαν τα σκαλοπάτια μιας ανάποδης σκάλας. Ίσως αν έσκαβε κανείς να έβρισκε και στο δάπεδο τέσσερα αντίστοιχα σκαλοπάτια. Να, μια ιδιαίτερα άβολη είσοδος για πόλη: και μόνο με αυτή την ένδειξη μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο απλή και πρωτόγονη ήταν η ζωή των κατοίκων. Έτσι, η μεγάλη πόρτα που είχαν κατασκευάσει ήταν απλώς για τα μάτια: δεν μπορούσαν να μπουν στο οχυρό τους ούτε με αμάξια ούτε με τα ζώα, αν κουβαλούσαν πράγματα. Ένας έφιππος ήταν αναγκασμένος να κατέβει στο έδαφος. Όλα θυσιάζονταν για την ασφάλεια του χώρου, που μοιάζει μάλλον να ήταν για να μπορεί να αμυνθεί κανείς παρά για να χρησιμοποιηθεί για την επιβίωσή του. Αναρωτιέται μάλιστα κανείς πώς μπορούσαν, σε μια επείγουσα στιγμή, να βάλουν μέσα τις σοδιές τους, τα κοπάδια τους και τα εργαλεία τους…»
«..Η ακρόπολη σχηματίζει πάνω στο οροπέδιο, που κοσμεί από μακριά τις όχθες του Αχελώου, ένα ακανόνιστο τετράγωνο με πύργους στην άκρη του. Πίσω από την ακρόπολη και στο ίδιο επίπεδο, ένα γκρεμισμένο τείχος περιβάλλει έναν ολόκληρο χώρο, όπου βρίσκει κανείς εδώ και εκεί ίχνη αρχαίων σπιτιών. Τέλος, το κύριο οχυρό, που μετράει για δύο, γιατί χωρίζεται με ένα παχύ εσωτερικό τείχος, κατεβαίνει το βουνό σε ένα έδαφος γεμάτο δέντρα και βράχους. Η γενική του μορφή μοιάζει με γωνία ή με τρίγωνο, του οποίου η βάση στηρίζεται στα βουνά και που επεκτείνεται με μια μακριά μύτη έως την ίδια την όχθη του ποταμού. Το διπλό αυτό τείχος, μάλιστα, μοιάζει πολύ παλαιό και είναι εντυπωσιακό, εξαιτίας της μοναδικής του διευθέτησης, με τους τεράστιους λίθους που το αποτελούν, το πάχος των τειχών του, την αμυντική αξία τους, που εντοπίζεται αποκλειστικά στην ιδιομορφία των γραμμών του, τη σκληρότητα του εδάφους, που δεν ισοπεδώθηκε και που ποτέ δεν μπόρεσε να φιλοξενήσει παρά φτωχικά καλύβια. Ένας πληθυσμός άγριος και πολεμοχαρής άφησε τα σημάδια του σε αυτές τις κατασκευές, που μοιάζουν να έχουν γίνει αποκλειστικά για να κρατήσουν μακριά τον εχθρό, χωρίς να νοιάζεται για τη διευκόλυνσή του…»
Ο Γκούσταβ Βάιγκαντ (Gustav Weigand) στο βιβλίο του Die Aromunen (Οι Αρωμούνοι) το 1894 περιγράφει το ταξίδι στην Παλαιομάνινα στο κεφάλαιο «Ochtu, Katsaros, Kutsobina und Rückkehr» (Όχθια, Κατσαρός, Κουτσομπίνα και επιστροφή):
GUSTAV WEIGAND (1866- 1930)
Αργότερα πήγαμε με οδηγό τον Γιάνγκα, ο οποίος μας είχε φιλοξενήσει, στο πεδινό χωριό Όχθια, το οποίο βρίσκεται νότια του Σουροβίλι (Στράτος) και απέχει μια ώρα . Το χωρίο Όχθια έχει 70 οικογένειες και ανήκει στον τσέλιγκα Νίκο Πάγκιο, όπου μας καλωσορίσαμε φιλικά και μας φιλοξενήσανε με αρνί ψητό.. Μετά το φαγητό πήραμε πάλι τον δρόμο για το επόμενο χωριό, αφού περάσαμε ένα ρυάκι και ένα Μύλο, οδοιπορήσαμε μέσα από καπνοχώραφα , περάσαμε μια απόσταση πυκνού δάσους, με χιλιάδες πεσμένα και κομμένα δένδρα, περάσαμε στα δεξιά μας την μικρή λίμνη Λιγουβίτσα (Οζερός) και ανηφορίζοντας φθάσαμε μετά από μιάμιση ώρα από τα Όχθια στο χωριό Κατσαρός (Γουριώτισσα), το οποίο φέρει το όνομα του Τσέλιγκα. Συγκεντρωθήκαν πολλοί άνδρες, οι οποίοι πληροφορήθηκαν την παρουσία μας στο χωριό , περισσότερο από περιέργεια να μάθουν, ποιοι είναι αυτοί οι ξένοι. Μιλούσα μόνο ελληνικά μαζί τους και με το συνοδό μου Εφραίμ αλβανικά, τα οποία τα νόμισαν για φράγκικα. ¨Έτσι διασκέδαζα κάπως, ακούγοντας να μιλάνε στην γλώσσα τους για μένα, χωρίς να ξέρουν αυτοί ‘ότι, εγώ καταλαβαίνω τα περιφρονητικά αρουμάνικα (βλάχικα). Κάποιοι με νόμιζαν για υπάλληλο για το υπό κατασκευή σιδηρόδρομο, άλλοι για την κατασκευή ενός δρόμου, άλλοι πάλι με περνούσαν γιοα φοροεισπράκτορα. Την στιγμή αυτή ήλθε ο Τσέλιγκας , τον οποίο χαιρέτισα στα αρουμάνικα (βλάχικα) και του έδωσα τους χαιρετισμούς από το Σουροβίλι και τα Όχθια και το παρακάλεσα για διανυκτέρευση. Οι φωνασκούντες του χωριού εξαφανίστηκαν αμέσως και παρέμειναν μόνο αυτοί οι οποίοι με υπεράσπιζαν φιλικά. Το χωρίο Κατσαρός αριθμεί 90 οικογένειες, μια μιση ώρα δυτικά από αυτό βρίσκεται το χωριό Μπούσα (Μπούτζα) με 50 οικογένειες και μισή ώρα πιο πέρα το χωριό Νούσας (Νουσέϊκα) με 30 οικογένειες (και τα δύο χωριά δεν υπάρχουν σήμερα). Επειδή σε κείνα τα χωριά δεν είναι να πληροφορηθώ κάτι νεότερο , τράβηξα την επομένη μέρα το πρωί για την Κουτσομπίνα (Παλαιομάνινα). Φθάσαμε στην Κουτσομπίνα μετά από μιάμιση ώρα. Η Κουτσομπίνα είναι το μεγαλύτερο από τα χωριά και αριθμεί 150 οικογένειες.
Φέρει και το όνομα Μάνινα και από το όνομα του χωριού ονομάζεται έτσι όλη η περιοχή, έκπληξη είναι, ότι εδώ δεν είναι αρχηγός της κοινότητας ένας άνδρας αλλά μια χήρα γυναίκα του Τσέλιγκα, η οποία θα έχει την αρχηγία του χωριού έως ενηλικιωθεί ο γιός της. Στα βόρεια της περιοχής θα ήταν μια τέτοια περίπτωση αδύνατον, αφού τη θέση του αποθανόντος τσέλιγκα την παίρνει ο επόμενος συγγενής, μέχρι που η ενηλικίωση του γιου (του Τσέλιγκα) γίνει αποδεκτή από την κοινότητα. Στους Βλάχους-Αρωμάνους βοσκούς η θέση της γυναίκας είναι αποτασσόμενη. Ακόμη και στην Μάνινα τα έθιμα των γύρω μη βλάχικων χωριών ασκού λιγοστή επίδραση, τουλάχιστον ότι εδώ τα κορίτσια δεν πρέπει να είναι τόσο απομονωμένα όπως αλλού συνηθίζεται. Οι άνδρες κάθονται στα καφενεία το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, ενώ οι γυναίκες κάνουν δουλειές, μάλιστα είδα γυναίκες να μαζεύουν και να κόβουν ξύλα. Μια ώρα δυτικά του χωριού Κουτσομπίνα βρίσκεται το χωρίο Γάκια Πίπα (Παππά) με 54 σπίτια, τα οποία ανήκουν στο γαμπρό της χήρας του Τσέλιγκα.
Φέρει και το όνομα Μάνινα και από το όνομα του χωριού ονομάζεται έτσι όλη η περιοχή, έκπληξη είναι, ότι εδώ δεν είναι αρχηγός της κοινότητας ένας άνδρας αλλά μια χήρα γυναίκα του Τσέλιγκα, η οποία θα έχει την αρχηγία του χωριού έως ενηλικιωθεί ο γιός της. Στα βόρεια της περιοχής θα ήταν μια τέτοια περίπτωση αδύνατον, αφού τη θέση του αποθανόντος τσέλιγκα την παίρνει ο επόμενος συγγενής, μέχρι που η ενηλικίωση του γιου (του Τσέλιγκα) γίνει αποδεκτή από την κοινότητα. Στους Βλάχους-Αρωμάνους βοσκούς η θέση της γυναίκας είναι αποτασσόμενη. Ακόμη και στην Μάνινα τα έθιμα των γύρω μη βλάχικων χωριών ασκού λιγοστή επίδραση, τουλάχιστον ότι εδώ τα κορίτσια δεν πρέπει να είναι τόσο απομονωμένα όπως αλλού συνηθίζεται. Οι άνδρες κάθονται στα καφενεία το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας, ενώ οι γυναίκες κάνουν δουλειές, μάλιστα είδα γυναίκες να μαζεύουν και να κόβουν ξύλα. Μια ώρα δυτικά του χωριού Κουτσομπίνα βρίσκεται το χωρίο Γάκια Πίπα (Παππά) με 54 σπίτια, τα οποία ανήκουν στο γαμπρό της χήρας του Τσέλιγκα.
1 σχόλιο:
ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ.ΜΠΙΤΑΣ
ΓΚΕΛΕ Α ΡΑΚΙΑ ΛΕΞΑ ΝΙΣ
ΠΟΛΥ ΚΑΛΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΜΑΣ.ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΡΟΒΛΗΘΕΙ ΠΙΟ ΠΟΛΥ.ΑΚΟΜΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΚΡΙΜΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΜΕ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥΣ ΣΥΛΛΟΓΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΝΑΝ ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΝΤΑΜΩΜΟΥΜΕ ΜΟΝΙΑΣΜΕΝΟΙ.Κε ΚΕΚΚΟ ΣΥΝΕΧΙΣΕ ......ΚΑΛΗ ΑΝΤΑΜΩΣΗ
Δημοσίευση σχολίου