Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

ΛΕΛΕ, ΩΧ ΛΕΛΕ

Η λέξη που "θρηνεί"  από τα βαθη των αιώνων..

Image result for μοιρολοι βλαχων

"Ωχ λέλε"... Λέξη άλλοτε σαν ψίθυρος και άλλοτε ως κραγή πάντα συνυφασμένη με το θρήνο, την απελπισία, τον πόνο.  Μια κραυγή που όποιος την έχει ακούσει σε μοιρολόι  των Ριμένων του Ξηρομέρου (όπως και στο τραγούδι του κεφαλόβρυσσου Μιτσιντει Βρούτε αποτυπωμενα τόσο αυθεντικά από το δημιουργο του Νικόλαο Νάτσια) καταλαβαίνει ότι ξεχειλιζει από την απόλυτη οδύνη και τον απόλυτο σπαραγμό χωρίς όμως κανεις να μπορει να την ερμηνεύσει.  Είναι μια από αυτες τις μαγικές λέξεις που χρησιμοποιούνται για να μετουσιώσουν σε ήχο τον πόνο που θέλει να βγει από το σώμα για να βρεί τη λύτρωση την ανακούφιση ή τηην κάθαρση. Θεωρούσα όμως ότι αυτοί οι άνθρωποι που κουβαλούν ως προφορικη παραδοση μια γλώσσα επικοινωνίας σίγουρα θα μετεφεραν και αναλλοιωτη αυτή τη λέξη που με πάθος θα υποστήριζε τη  υπαρξή της καθώς εξιστορούσε τα ανθρώπινα "πάθη".   Απο που όμως να ήρθε και τι να σήμαινε. 

Τελικά η μόνη (¨;) εξήγηση μου αποκαλύφθη μετά από πολλά χρόνια όταν τυχαία διάβασα τη φράση "ὦ ὀλὲ δαῖμον" 
και όπως καταγράφεται στο "Loeb Classical Library
'
"116 Et. Gen. (p. 39 Calame) = Et. Mag. 622.44 = Et. Sym. (cod. V Gaisford)
ἐκ δὲ τοῦ ὀλοός γίνεται ἡ κλητικὴ ὦ ὀλοέ, καὶ κατὰ συγκοπὴν ὀλέ· ἐὰν δὲ ὀλός ἡ εὐθεῖα, ἡ κλητικὴ γίνεται ὀλέ, οἷον·
ἔχει μ᾿ ἄχος, ὦ ὀλὲ δαῖμον.
τοῦτο περὶ Παθῶν Ἡρωδιανός (ii 250 Lentz).
cf. Anecd. Oxon. (ii 461s. Cramer), schol. A Hom. Il. 10. 134 (τὸ Ἀλκμανικόν· ἔχει . . . δαῖμον), Anecd. Oxon . i 442, Hdn. (i 154 Lentz)
ὦλοὲ, ὦ ᾿λοὲ ci. edd.

και αλλού (LSJ The Online Liddell-Scott-Jones Greek-English Lexicon):


ὀλοός: -ή, -όν, (√ΟΛ, ὄλλυμι) ὁ καταστρέφων, καταστρεπτικός, ὀλέθριοςφονικόςσυχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. εἴτε ἐπὶ πρσώπων, Κὴρ ὀλόη, Μοῖρα ὀλοή· ὀλοῷ Ἀχιλῆι Ἰλ. Ω. 39· εἴτε ἐπὶ πραγμάτων, αἰσθημάτων, καταστάσεων, κτλ., πυρὸς ὀλοοῖο Ὀδ. Μ. 68· ὀλοῷ ἐνὶ δεσμῷ Χ. 200 πόλεμος, μάχης, πόνος Ἰλ. Γ. 133, Π. 568· λύσσαγόοςμῆνις Ι. 305, Ψ. 10, Ὀδ. Γ. 135· γήραος οὐδὸς Ἰλ. Ω. 487· νὺξ Π. 567, κτλ.· φρένες Α. 342 οὕτω παρ’ Αἰσχύλ. ὀλ. τύχαι Πρ. 554· νιφὰς Θηβ. 213· Εὐρ., καὶ μεταγεν. 

Από την ίδια ρίζα προέρχεται και το ρήμα  Ὀλολύζω (=βγάζω δυνατή κραυγή). Λέξη ὀνομα- τοποιημένη ἀπ’ τή ρίζα ολ μέ ἀναδιπλασιασμό: ολ-ολύγ-j-ω  ὀλολύζω. Παράγωγα: ὀλολυγή 160 (=δυνατή κραυγή), ὀλόλυγμα, ὀλολυγμός, ὀλο- λυγών (=κραυγή τοῦ ἀρσενικοῦ βατράχου, γιά νά φανέρωσει τήν ἀγάπη του στό θηλυκό), .ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ • ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΜΑΝΤΟΥΛΙΔΗΣ 





ΚΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια: