Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2008

8.1. Λαογραφικά στοιχεία Παλαιομάνινας

Σημαντική πηγή για την καταγραφή των εθίμων της Παλαιομάνινας αποτελεί το βιβλίο του Παλαιομανιώτη δημοσιογράφου Δ Στεργίου "Τα Βλάχικα Έθιμα της Παλαιομάνινας με αρχαιοελληνικές ρίζες", Εκδόσεις Παπαδήμα, 2001. Επίσης σημαντική και ευπρόσδεκτη είναι και οποιαδήποτε τεκμηριωμένη άποψη για τη σημειολογία όλων των εθίμων που ακολουθούν. Παρακαλούνται όσοι κατάγονται από τα έξι Αρωμανικα χωριά της Ακαρνανίας και έχουν επαφές με ανθρώπους ηλικιωμένους, που κατέχουν από βίωμα στοιχεία της πολιτιστικής μας παράδοσης, να συμβάλλουν στη διαμόρφωση αυτής της σελίδας είτε απευθείας με σχόλια είτε με αποστολή των στοιχείων στη διεύθυνση kkekou@gmail.com Οι πληροφορίες θα καταγράφονται επωνύμως ή ανωνύμως μετά από μια γρήγορη διασταύρωση.


ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
"Τα κάλαντα" Νικηφόρος Λύτρας

Την παραμονή των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές ζυμώνανε "ομοιώματα" για να ευλογηθούν τα ζώα τους. Π.χ στο σπίτι που είχε αιγοπρόβατα ζυμώνανε μια στάνη ή στο σπίτι που είχε άλογα ζυμώνανε σταύλο. Παράλληλα ζυμώνανε ένα σταυρό (τον Χριστό) που το τοποθετούσανε στο εικονοστάσι για τουλάχιστον 40 ημέρες. Τα ομοιώματα τα πηγαίνανε στις εγκαταστάσεις των ζώων για να ευλογηθούν.


Τη νύχτα αποφεύγανε να αφήνουν έξω από το σπίτι νερό, ρούχα ή ακόμα και στάχτη να μη πειραχθούν από τους καλικαντζάρους.
Όπως και σε όλες τις μεγάλες γιορτές όπου οι νεκροί τιμούνται ιδιαίτερα ανήμερα Χριστούγεννα μοιράζαν κομμάτια πίτας για την καλή ανάπαυση των πεθαμένων συγγενών τους και ιδίως σε άτομα που είχαν την ίδια ηλικία με τον εκλιπόντα.

ΕΘΙΜΑ ΣΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ- ΒΑΠΤΙΣΗ



Παιδική κούνια "σερμινίτσα" (Λαογραφικό Μουσείο Αγραμπέλλου)


Η γέννηση ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για την οικογένεια, κυρίως όταν αφορούσε γέννηση αρσενικού παιδιού. Η δομή της κοινωνίας ήταν πατριαρχική και τα άρρενα άτομα ιδίως τα μεγαλύτερη σε ηλικία ήταν τα πιο αξιοσέβαστα πρόσωπα. Στη γέννα παρευρίσκονταν γυναίκες και η μαία του χωριού που ήταν έμπειρη και ικανή να κόψει το λώρο του αφαλού. Για 40 ημέρες η λεχώνα ήταν κλεισμένη σε ένα τμήμα του σπιτιού με παραπέτασμα από πανί. Τις πρώτες μέρες έριχναν σιτάρι γύρω από το στρώμα της λεχώνας για να χορτάσει ο "χάρος" και να μην πειράξει μάνα και παιδί. Επίσης την τρίτη μέρα άφηναν δίπλα στο παιδί ένα ποτήρι νερό για να πιούν οι μοίρες και να το μοιράνουν. Αν χρειαζόταν να βγει έξω η λεχώνα έβαζε στο κόρφο της σφονδύλι από αδράχτι ενώ δεν άφηναν ποτέ έξω τη νύχτα τα ρούχα τα δικά της ή του μωρού. Οι λεχώνες επεδίωκαν έστω και για λίγο το θηλασμό έτσι ώστε να "πιάσει πιτιά το παιδί" (σ΄κατσε ρεντζε τσιλιμάνου). Το μωρό μέχρι που βαφτιζόταν το προσφωνούσαν "παρόκα" αν ήταν κορίτσι ή "μπακούσια" αν ήταν αγόρι. Στη βάπτιση η μητέρα δεν πήγαινε στην εκκλησία (κάποιες φορές όμως η βάπτιση γινόταν και σε σπίτια) και περίμενε μετά το τέλος του μυστηρίου να της φέρουν το όνομα (συχαρίκια) τα παιδιά του χωριού τα οποία έτσι εξοικονομούσαν και χαρτζηλίκι.



ΕΘΙΜΑ ΤΟΥ ΓΑΜΟΥ

Οι γάμοι στις περισσότερες περιπτώσεις γινόταν μετά από προξενιό. κατά προτίμηση ο γαμπρός ή η νύφη έπρεπε να είναι από το χωριό έτσι ώστε να γνώριζαν καλά την καταγωγή τους. Όταν δίναν το "λόγο" στο σπίτι της νύφης οι άντρες συγγενείς του γαμπρού όταν φεύγαν βάζανε στον ώμο τους πετσέτες χρωματιστές δηλώνοντας ότι η συμφωνία έκλεισε. Οι συμπέθεροι έκοβαν τη μέρα δηλαδή κανόνιζαν την ημερομηνία τέλεσης του μυστηρίου που ήταν πάντα Κυριακή.







ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΙΑ ΕΒΔΟΜΑΔΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΓΑΜΟ:



Τα φλάμπουρα στο μπαλκόνι του σπιτιού του Ευσταθίου Μπίτα (Παλαιομάνινα) σηματοδοτούν την έναρξη των ετοιμασιών του γάμου του γιου του Βασίλη μια βδομάδα πριν και μένουν αναρτημένα για 40 ημέρες.


Οι ετοιμασίες ξεκινούν με το έθιμο των "σουρτσελε' δηλαδή της συλλογής ξύλων από το δάσος για να χρησιμοποιηθούν κατα την προετοιμασία του γαμήλιου τραπεζιού. Μαζεύονταν Κυριακή πρωϊ συγγενείς γυναίκες του γαμπρού οι οποίες μάζευαν τα λιανά ξύλα (ελαφρά ξυλεία). Η βαρύτερη ξυλεία συλλέγονταν τη Πέμπτη από συγγενείς άντρες του γαμπρού. Την πρόσκληση των γυναικών την κάνανε με την προσφορά ξηρών σύκων. Στο μέρος του δάσους που πηγαίναν μια στενή συγγενής του γαμπρού μετά τη συλλογή έδινε από μια φέτα ψωμί από ζυμωτή κουλούρα με τυρί τα οποία τα μετέφερε σε "ντισάγκα" δηλαδή δισάκι. Άφηνε επίσης σε μια αγριαπιδιά (γκόρτσου) μια κουλούρα ψωμί για να την βρει περαστικός τσοπάνης. Δυο μεγάλα αγόρια συγγενείς πάλι του γαμπρού ετοιμάζανε τα δύο φλάμπουρα τα οποία ήταν ένα είδος λάβαρου με κοντάρι από αγριαπιδιά.. Στο ένα φλάμπουρο δέναν κόκκινο πανί με πέντε άσπρες φούντες από προβατίσιο μαλλί και στο άλλο άσπρο πανί με πέντε κόκκινες μάλλινες φούντες. Στα μυτερά άκρα δέναν τρεις σρογγυλές "μπουσουλίε" που ήταν μαλακοί καρποί βελανιδιάς ή μήλα. Το αγόρι με το κόκκινο φλάμπουρο έλεγε το τραγούδι




"Ουν μερ ρόσιου του λεβάντι "Ένα μήλο κόκκινο στο λειβάδιτριαντάφιου ακό ντι πάτι έσου, τριαντάφυλλο στη πεδιάδα, έβγα,τύνη τριαντάφιου ρόσου "τριαντάφυλλο κόκκινοτσι άι τζονι τσι τι πόρτι' που έχεις λεβέντη να σε φορά"
Το άλλο αγόρι με το άσπρο τριαντάφυλλο τραγουδούσε:



Έσου, τύνι τριαντάφιου άλμπε, Έβγα εσύ τριαντάφυλλο άσπροτσι τι άρι αούσλιε πι μπάρμπε' που σε έχουν οι γέροι στα γένια"


Όταν γυρίζαν στο σπίτι του γαμπρού τα φλάμπουρα τα κρεμούσαν αριστερά και δεξιά της πόρτας του σπιτιού ή στο μπαλκόνι. Τότε μία στενή συγγενής του γαμπρού έσερνε το χορό και της τραγουδούσαν



"-Κάι έστ τύνι, τσι στράτζ κόρου, Ποιά είσαι σύ που οδηγείς το χορό;
άϊ κι πλέντζι μοϊ φιτσιόρου, εγινόϊ,έλα γιατί κλαίει το παιδί σου έλα
σι φούτζι νεπόϊ. και φύγε μετά.
Μίνι έσκου, ουά, μίνι έσκου, Εγώ είμαι, βρε, εγώ είμαι
κιάμα πλέτζι τσι σου φάκου, Κι αν κλαίει , τι να του κάνω,
μινι κόρου νου ασπάργου,εγώ το χορό δεν το χαλάω,
κι νομ κοτσιε τσα σι μπάκ, γιατί δεν έχω ποδιά να φορέσω,
κότσιε νου φέτσι ράπτρου, ντι ντράκου. ποδιά δεν μου έκανε ο ράφτης ο διάβολος
Εγινόϊ σ΄φούτζι νεπόι" Έλα και φύγε μετάΚατόπιν έκοβαν τρια ξύλα : ένα για τη νύφη, ένα για το γαμπρό και ένα για το νουνό (κουμπάρο) τα οποία τα βάζαν σε μια ¨ντισάγκα¨και τα δίναν στη μάνα του γαμπρού.



ΗΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ (Εβδομάδα Γάμου) Μετά τις "σουρτσέλες" την Τρίτη πριν το γάμο, το βράδυ στο σπίτι του γαμπρού λάμβανε χώρα το έθιμο του προζυμιού. ή αλλιώς "το άναμα του προζυμιού" (απρίντ αώτου). Συγκεντωνόταν γυναίκες και παιδιά και κάναν μια διαδρομή κατά προτίμηση κυκλική (ο Στεργίου αναφέρει διαδρομή προς την εκκλησία) κοντά στο σπίτι του γαμπρού έτσι ώστε να μη επιστρέψουν από το ίδιο μέρος. Δύο παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι των οποίων ζούσαν και οι δύο γονείς κρατούσαν στα χέρια τους από ένα μαστραπά (χάλκινη κανάτα στην οποία τοποθετούσαν στο καθημερινό τραπέζι με νρό) και στο οποίο είχαν ρίξει πριν ξεκινήσουν λίγο νερό. Στη διαδρομή σταματούσαν τρεις φορές και τραγουδούσαν καθώς το κορίτσι έριχνε στο μαστραπά του αγοριού νερό και αυτός το γύριζε στο δικό της μέχρι το τέλος του τραγουδιού.Το τραγούδι έλεγε:




"Ούμπλε, σορ, βιάρσε φράτι Γέμισε αδελφή, άδειασε αδελφέ,
τα σ΄ντι ντεμ απε α λε κρεπάτι . για να δώσουμε στη διψασμένη.
Τριαντάφιου ακο του πάντι Τριαντάφυλλο στη πεδιάδα
ουν ρόσιου του λιβάντι κόκκινο στο λιβάδι
Για βινιμ, για βινίμ Ερχόμαστε, ερχόμαστε
ουμπετς ποόσκρα ντι γιν, γεμίστε το βαρελάκι με κρασί.
βιάρσε γιν, βιαρσε ρικίε. γέμισε κρασί, γέμισε ρακί
ζινε βιάστα κου τιμίε" να έρθει η νύφη με τιμή)

Στιγμιότυπο από την αναβίωση του εθίμου "απριντ αώτου" -Πολιτιστικές εκδηλώσεις Παλαιομάνινας




Με την επιστροφή στο σπίτι δύο παιδιά ένα αγόρι και ένα κορίτσι , των οποίων ζούσαν και οι δύο γονείς, κοσκίνισαν σε μια σκάφη ζυμώματος (κιπιστέρι) αλεύρι. Μια ανύπαντρη κοπέλα με το νερό που ήρθε με τους μαστραπάδες και το αλεύρι ζύμωνε προζύμι το οποίο γύριζε στους καλεσμένους και οι οποίοι κολλούσαν πάνω του νομίσματα. Κατά το κοσκίνισμα λέγανε το εξής τραγούδι:


" Ντένι σίτα, ντένι σιτάρα, Δώσ μου το κόσκινο , δώσ μου το μεγάλο
ντένι σίτα, μαργαριτάρα. δως μου το κόσκινο το μαργαριταρένιο
Ίντρε, Λενίτσα του κιπιστέρε Η Λενίτσα θα ζυμώσει
τσα σι φατσ ντοϊ κουάτσ κου νιερε για να κάνει δυο κουλούρες με μέλι
τσα σπιτριτσεμ α κουσκρα μπιέρε να τα στείλουμε στη συμπεθέρα


Με λίγο προζύμι "λέρωναν¨την πεθερά για να ασπρίσουν (να γεράσουν) οι νεόνυμφοι. Το ζυμάρι το κρατούσαν στο σπίτι η πεθερά μέχρι την Κυριακή του Γάμου. Τότε το έβαζε σε μια "ντισάγκα" μαζί με δυο κουλούρες ψωμί και άσπρη σταφίδα και ένα μαστραπά με κρασί. Η συμπεθέρα επέστρεφε το μαστραπά με νερό αντί για κρασί. Μετά το γάμο το προζύμι θα έπρεπε να πεταχθεί σε απάτητο μέρος, το οποίο κατά κανόνα για τους Παλαιομανιώτες ήταν το ποτάμι.


ΠΕΜΠΤΗ (Εβδομάδα Γάμου). Την Πέμπτη ή την Παρασκευή πριν το γάμο στο σπίτι της νύφης "δείχναν τα προικιά¨ (έσι πάϊα). Συγκεκριμένα πάνω σε μια μπαντανία στη μέση του σπιτιού και πάνω σε ένα άσπρο σεντόνι άπλωναν τα προικιά της νύφης (βαρύς ρουχισμός του σπιτιού δηλαδή χαλιά , φλοκάτες, μπαντανίες, σεντόνια, κεντητά κα) και ο κόσμος τα έρρανε με λουλούδια ρύζι, αμύγδαλα και νομίσματα. Στο τέλος έβαζαν από πάνω ένα μικρό αγόρι για να γεννήσει η νύφη αρσενικά παιδιά. Στη συνέχεια τα συσκευάζανε έτσι ώστε να μεταφερθούν στο σπίτι του γαμπρού με άλογα παλαιότερα και με αυτοκίνητα μεταγενέστερα. Πιο παλιά ή μεταφορά γινόταν τη μέρα του γάμου με ζώα τη στιγμή που αναχωρούσε η νύφη από το πατρικό της σπίτι.



ΠΕΜΠΤΗ-ΣΑΒΒΑΤΟ. Από την Πέμπτη μέχρι το Σάββατο το βράδυ οι συγγενείς έφερναν στα σπίτια του γαμπρού και της νύφης σφαχτά (κανίσκια) και κουλούρες από ζυμωτό ψωμί με σουσάμι (κουάτσου). Το Σάββατο το βράδυ γίνονταν δυο τραπέζια με γλέντι: ένα στη νύφη και ένα στο γαμπρό. Ο γαμπρός πρόσφερε στους καλεσμένους τραπέζι και γλέντι και την επόμενη μέρα (Κυριακή βράδυ). Το φαγητό που προσφέρονταν σχεδόν αποκλειστικά ήταν μακαρόνια με κρέας από πρόβατο με πολύ πικάντικη σάλτσα. Ειναι χαρακτηριστικό ότι και τα δύο βράδια ο αέρας του χωριού γεμίζει από τη μυρωδιά του συγκεκριμένου παραδοσιακού φαγητού, το οποίο στους ντόποιους αρέσει πάρα πολύ. Το μαγείρεμα γίνεται από άντρες μαγείρους, οι οποίοι είναι έμπειρα άτομα μέσα, σε μεγάλα καζάνια έτσι, ώστε με 4-5 καζάνια να εξασφαλίζεται το φαγητό για 100 καλεσμένους.



ΚΥΡΙΑΚΗ. Την Κυριακή το πρωϊ η νύφη ντυνόταν από νωρίς και περίμενε σε κεντρικό δωμάτιο του σπιτιού της τα κεράσματα. Τα κεράσματα ήταν χρηματικά ποσά που πρόσφεραν όλοι οι συχωριανοί της (το ποσό ήταν ανάλογο του βαθμού συγγενείας). Το έθιμο αυτό ήταν ανταποδοτικό για αυτό και τα ποσά καταγράφονταν για να γνωρίζουν οι γονείς της νύφης τις υποχρεώσεις τους (πριμούτ=δανεικό). Τα χρήματα μαζεύοντσαν από την πιο ηλικιωμένη γυναίκα στο σπίτι σε ένα πάνινο μεγάλο πουγγί. Το απόγευμα λάμβανε χώρα το έθιμο του ξυρίσματος του γαμπρού. Συγκεντρωνόταν φίλοι και συγγενείς του γαμπρού και δύο παιδιά κρατούσαν μια πετσέτα (αμπόλια) στην οποία μάζευαν χρήματα που τα έπαιρνε ο κουρέας. Στη διάρκεια του ξυρίσματος τραγουδούσαν



"Ουάϊ, μπαρμπέρου,ασιε σ'μπινέτσου Κουρέα έτσι να ζήσεις,
κουμ σι στι σι ντρέσκου όπως ξέρεις να τον τακτοποιήσεις.
Νου αρι νταντα τσα σ΄γκισιάστε Δεν έχει μάνα να τον ξεκινήσει
αρι τατι τσα σ'μπινάτσιε .έχει πατέρα να του ζήσει.
Ουάϊ, σουρσίτσου μουσιάτου, μουσιάτου, Για ξυρίστε τον ωραία, ωραία
ντι λα βιαστα καμα μουσιάτου' και από τη νύφη πιο ωραίος


Στη συνέχεια ο γαμπρός και συγγενείς ξεκινούσαν για το σπίτι τοτυ κουμπάρου (νονού) με όργανα. Πριν ξεκινήσει η μάνα του του έστρωνε ένα διάδρομο (χειροποίητο χαλί) που είχε υφάνει η ίδια από το τζάκι (μπουχαρή) μέχρι την πόρτα. Στο τέλος του διδρόμου βρισκόταν ένα ταψί με χάλκινη κανάτα (μαστραπάς) με νερό ή κρασί το οποίο ο γαμπρός κλωτσούσε δυνατά για να χυθεί το νερό και πατούσε στο ταψί. Έτσι η ζωή του θα ήταν δροσερή και αυτός γερός σαν το σίδερο. Στη συνέχεια κάποια από τις συγγενείς του γαμπρού πήγαινε τα παπούτσια στη νύφη στα οποία έβαζε κέρματα. Μετά ο πατέρας και ένας θείος της νύφης τη συνόδευε ως την εκκλησία. Μετά τη τέλεση του μυστηρίου στην επιστροφή ο γαμπρός πήγαινε στο καφενείο με τους φίλους του και η νύφη συνοδευόταν πάλι από τον πατέρα της και το θείο της. Στα μισά του δρόμου γινόταν αλλαγή και την συνόδευε πια μέχρι το σπίτι του γαμπρού ο πεθερός και ένας θείος του γαμπρού. Στο σπίτι την περίμενε η πεθερά με ένα ασπρο μαντήλι στους ώμους και με ένα πιάτο με φρούτα, σταφίδες και ένα κουταλάκι βούτηρο. Με το βούτυρο η νύφη άλοιφε σταυρωτά την πόρτα. Στη συνέχεια πετούσε σταυρωτά το περιεχόμενο του πιάτου και το πιάτο τελευταίο το οποίο όποιος το έπιανε αν ήταν ανύπαντρος σήμαινε κατά το έθιμο γρήγορα αρραβωνιάματα. Μετά έμπαινε η νύφη στο σπίτι και κατευθυνόταν δίπλα στο τζάκι (εστία) το οποίο χτύπαγε τρεις φορές. Προσκυνούσε κατόπιν τρεις φορες την πεθερά η οποία της πρόσφερε λουκούμι και νερό το οποίο είχε φάει και πιεί αντίστοιχα και ίδια και έπερεπε η νύφη να φάει και να πιεί από το ίδιο σημείο. Το ίδιο γινόταν και με όλες τις γυναίκες συγγενείς του γαμπρού που σήμαινε ότι θα αντάλλασαν μόνο καλά λόγια μεταξύ τους. Το γλέντι ξεκινούσε με το χορό του 'νουνού' τον οποίο κρατούσε η νύφη από το χέρι ακολουθούσε ο χορός του της νύφης και μετά του γαμπρού. Στο τραπέζι προσφερόταν το παραδοσιακό φαγητό κρέας με μακαρόνια και με πικάντικη κόκκινη σάλτσα. Ακολουθούσε το σερβίρισμα του φαγητού στο τέλος του οποίου λάμβανε χώρα η συλλογή του δώρου προς το γαμπρό σε ένα καλάθι γνωστό σαν "πορίε" ή "κούπα" που ήταν χρήματα κλεισμένα σε φάκελο με το ονοματεπώνυμο του καλεσμένου. Ο Στεργίου αναφέρει ότι η η λέξη "πορίε" ίσως να προέρχεται από την ομηρική λέξη "πόρε" που σήμαινε προσφορά. Καθώς προχωρούσε το γλέντι ακουγόταν και τα τραγούδια της τάβλας έθιμο γνωστό και ως "κουτάρου" ως εξής: οι άντρες μοιραζόταν σε παρέες και κάθε παρέα τραγουδούσε μια στροφή από ένα τραγούδι, σταματούσε μετά και αναλάμβανε η αλλη αντρική παρέα να τραγουδά . Η Δευτέρα μετά το γάμο η νύφη έδειχνε τα προικιά της στους συγγενείς του γαμπρού αυτή τη φορά με τον ίδιο τρόπο όπως και στους δικούς της συγγενείς. Ταυτόχρονα πρόσφερε και δώρα προσωπικά στους ανθρώπους του σπιτιού (πεθερό, πεθερά, κουνιάδια κλπ) και στους στενούς συγγενείς οι οποίοι πριν τα πάρουν τα περνούσαν πάνω από το κεφάλι τους σαν ένδειξη ευχαριστίας. Την επομένη Κυριακή μετά το γάμο το νιόπαντρο ζευγάρι επισκεπτόταν τους συγγενείς του γαμπρού οι οποίοι έδιναν στη νύφη ως δώρο κάποιο είδος οικιακής χρήσης (συνήθως πιάτα και πιατέλες).




Έθιμα στο θάνατο και στο πένθος



Ο θάνατος ήταν ένα πολύ σημαντικό γεγονός για όλη την κοινότητα του χωριού. Το πένθος για την οικογένεια κρατούσε μεγάλο χρονικό διάστημα το οποίο εξαρτιόταν αυτό το διάστημα από την ηλικία του νεκρού. Οι συγγενείς έπλεναν το νεκρό τους με κρασί και νερό και το σαβάνωναν με λευκό σεντόνι του έκλειναν τα μάτια, του σταύρωναν τα χέρια, έβαζαν ένα τριαντάφυλλο στο στόμα και το τοπθετούσαν κάτω με το κεφάλι να βλέπει την ανατολή. Αν ήταν ανύπαντρος του φορούσαν στεφάνι. Τη νύχτα που τον ξενυχτούσαν δεν τον μοιρολογούσαν και ούτε έκλαιγαν. Στο νεκρό τοποθετούσαν μικρά αντικείμενα για να μεταφέρει σε άλλους νεκρούς συγγενείς (φρούτα, πετσέτες, μαντήλια και παλιότερα και γλυκά). Η μάνα και η αδελφή ενός νέου ανθρώπου που πέθανε ξέπλεκαν τα μαλλιά τους σε όλη τη διάρκεια του θρήνου. Η μάνα έδενε ένα μαύρο μαντήλι στο μετωπό της, σαν ζώνη και το έδενε πίσω στο κεφάλι της. Επιπλέον φορούσε παλαιότερα τη σάρικα (μαύρη φλοκάτη) μέχρι τις φτέρνες και σκεπαζόταν συνέχεια με αυτή σαν ένδειξη ότι θεωρούσε τον εαυτό της θαμμένο με το γιό της. Αργότερα η "σάρικα" έγινε "σιρικούστα" δηλαδή μίκρυνε σε μήκος εως τη μέση. Μαύρο μαντήλι δεμένο στο τράχηλο φορούσαν και ο πατέρας συχνά νεαρού νεκρού ενώ δεν ξυριζόταν για μεγάλο διάστημα ή για όλη του τη ζωή. Όταν ο νεκρός έφευγε από το σπίτι έσπαγαν ένα πιάτο ενώ στη διαδρομή οι κάτοικοι έριχναν νερό και κλειδώνανε τα σπίτια τους. Στην επιστροφή από το νεκροταφείο τρώγανε στην έξοδο γλυκό πχ λουκούμι ή πίνανε λίγο ούζο. Στο σπίτι που γυρνούσανε πλένανε τα χέρια τους και ακολουθούσε τραπέζι. Ιδιαίτερη μνεία χρειάζεται το μοιρολόγι που εξακολουθεί να είναι χαρακτηριστικό. Είναι πολυφωνικό με μια κορυφαία να προηγείται και να ακολουθούν εν χορώ οι άλλες γυναίκες. Εξιστορούνται συνέχεια γεγονότα από τη ζωή του νεκρού, δηλώνεται η λύπη των συγγενών, γίνεται αναφορά σε άλλους νεκρούς ενώ ακούγεται συχνά η λέξη "λέλε". Οι άντρες φέρνουν στο σπίτι ποτά (συνήθως ούζο ή ρακί) και μαζεύονται σε ξεχωριστό χώρο αφήνοντας το νεκρό με τις γυναίκες.

Δερματοστηξία

Υπάρχουν μαρτυρίες για δερματοστηξία στις γυναίκες. Συγγκεκριμένα γυναίκες έφεραν ζωγραφισμένους σταυρούς στο μέτωπο και στα χέρια και ίσως στο στέρνο και στην πλάτη. Υπήρχε σχετικά ένα τραγούδι που ανέφερε την ιστορία του χωρισμού ενός νέου από την αρραβωνιστικιά του. Σε αυτό το τραγούδι όταν ο νέος γύρισε μετά πό πολλά χρόνια (6) από τον πόλεμο αναζήτησε την αρραβωνιαστικιά του η οποία τον περίμενε ανύπαντρη. Το τραγούδι έλεγε:
-Μορ Ζορικε βιαστε νικε Αχ Ζωή νύφη μικρή,
κιτσεϊ νιάϊ ζώστρα ζιρουσιτε; γιατί το πρόσωπό σου ρυτίδιασε;

-Νιομ ντι τζονιλι ντι ξενι Ρυτίδιασε γιατί περιμένω τον λεβέντη μου από τα ξένα

σασι ενι αμ τσι ο αστεπτ
Έξι χρόνια τον περιμένω

σ'άλτι τρε τα σι φακε ναου και σε τρία χρόνια θα γίνουν εννιά

τα σαλγκιαστε ζωστρα μιαου -για να ασπρίσω

Μινι έστο τζονιλι ατέου -Εγώ είμαι αυτός που περιμένεις -

Καρα εστ τζονιλι ανιέου Αν είσαι ο λεβέντης μου

τσι σεμνου νιαρι τρούπου ανιέου μαρτύρησε σημάδι στο κορμί μου

-Βούε αϊ του πουλτάρι Έχεις σημάδι στην πλάτη

σι κιρούτσι ναμεσα ντι κεπτ και σταυρό στο στέρνο

Δεν υπάρχουν σχόλια: